Το 2019 αναμένεται να είναι μια ιδιαίτερη χρονιά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγους μήνες αφότου φύγει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ένωση τον Μάρτιο, το μπλοκ θα εκλέξει ένα νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τις εκλογές αυτές θα ακολουθήσει η επιλογή της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των νέων προέδρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ που πρέπει να πληρωθούν τόσα πόστα και θέσεις την ίδια χρονιά. Και ενώ οι αλλαγές αυτές θα δημιουργήσουν μια νέα πολιτική τάξη που θα φέρει την ΕΕ στη νέα δεκαετία, παράλληλα θα διενεργηθούν σε μια περίοδο που βασικά κράτη-μέλη φαίνονται ευάλωτα, ενώ αυξάνεται η αντιευρωπαϊκή ισχύς.
Μάιος: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η μάχη για τους θεσμούς της ΕΕ θα ξεκινήσει τον Μάιο με τις εκλογές για το επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ψηφοφορία θα πραγματοποιηθεί στο μπλοκ μεταξύ της 23ης και της 26ης Μαΐου, καθώς κάθε κράτος-μέλος επιλέγει τους εκπροσώπους του για το υπερεθνικό νομοθετικό σώμα. Το Κοινοβούλιο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας νομοθέτησης στο μπλοκ και άρα η ιδεολογική του σύνθεση επηρεάζει την πολιτική στην ΕΕ.
Οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν πως το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που εκπροσωπεί τα βασικά συντηρητικά ευρωπαϊκά κόμματα στη Βουλή, θα κερδίσει τις περισσότερες έδρες, και θα ακολουθήσουν οι Σοσιαλδημοκράτες, που εκπροσωπούν τα κεντροαριστερά κόμματα. Όμως οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν επίσης πως τα κόμματα αυτά δεν θα εξασφαλίσουν την πλειοψηφία των εδρών, εν μέρει διότι τα ευρωσκεπτικιστικά και εθνικιστικά κόμματα αναμένεται να εμφανίσουν ισχυρές επιδόσεις.
Οι εκλογές αυτές θα έχουν επίπτωση στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεωρητικά, οι υποψήφιοι για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να έχουν υπερεθνική ατζέντα και οι ψηφοφόροι υποτίθεται πως ορίζουν τους εκπροσώπους τους με το βλέμμα στα θέματα της ΕΕ. Στην πράξη, όμως, πολλοί υποψήφιοι τείνουν να επικεντρώνονται σε εσωτερικά προβλήματα και οι ψηφοφόροι τείνουν να χρησιμοποιούν τις εκλογές για να επιβραβεύσουν ή να τιμωρήσουν τις εθνικές τους κυβερνήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι εκλογές μετατρέπονται σε δοκιμασία για τη δημοφιλία των κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων κομμάτων στο μπλοκ.
Στη Γερμανία, τα κατεστημένα κόμματα βρίσκονται σε πτώση και ο κυβερνών συνασπισμός είναι ετοιμόρροπος. Οι εκλογές θα δείξουν αν αναδυόμενες δυνάμεις όπως η εθνικιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και οι οικολόγοι Πράσινοι μπορούν να συνεχίσουν να αυξάνουν τη δημοφιλία τους. Στη Γαλλία, μια ισχνή επίδοση του La Republique en Marche (LRM) του γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, θα τον αποδυνάμωνε την ώρα που προσπαθεί να εισαγάγει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να καταστήσει ανταγωνιστικότερη την οικονομία της χώρας του. Στην Ιταλία, οι εκλογές θα οδηγήσουν σε εντάσεις εντός του κυβερνώντος συνασπισμού, διότι τα δυο κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία -το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η δεξιά Λέγκα- θα κατέβουν ξεχωριστά στις εκλογές, κάτι που θα φέρει στην επιφάνεια την απόκλιση της πολιτικής τους ατζέντας.
Ιούνιος-Οκτώβριος: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Οι εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο θα επηρεάσουν επίσης τον διορισμό του επόμενου προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του εκτελεστικού βραχίονα του μπλοκ. Η νέα Επιτροπή θα αναλάβει τα καθήκοντά τις τον Νοέμβριο του 2019 για μια περίοδο πέντε ετών. Σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕ, ο πρόεδρος της Κομισιόν επιλέγεται από τα κράτη μέλη με ειδική πλειοψηφία, «λαμβάνοντας υπόψη» τα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών. Όταν οι χώρες επιλέξουν έναν υποψήφιο, αυτός/αυτή θα πρέπει να επικυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όμως το 2014 ο διορισμός έγινε για πρώτη φορά με τη χρήση μιας διαδικασίας γνωστής ως «Spitzenkandidat», ή του επικεφαλής υποψήφιου, που σημαίνει πως ο πρόεδρος της επιτροπής πρέπει να ανήκει στο κόμμα που κερδίζει τις περισσότερες θέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ιδέα είναι να αυξηθεί η δημοκρατική νομιμοποίηση με τη δημιουργία ενός άμεσου συνδέσμου μεταξύ των εκλογών για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και του προέδρου της Κομισιόν.
Οι δυο μεγαλύτερες «οικογένειες» των ευρωπαϊκών κομμάτων έχουν ήδη διορίσει τους επικεφαλής υποψήφιούς τους. Το ΕΛΚ έχει επιλέξει τον Μάνφρεντ Βέμπερ, επιφανές μέλος των Χριστιοανοκοινωνιστών (CSU) της Γερμανίας, και οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν επιλέξει τον ολλανδό Φρανς Τίμερμανς, αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όμως κάποιες χώρες υποστηρίζουν πως ο μηχανισμός Spitzenkandidat, που δεν υπάρχει σε καμία συνθήκη της ΕΕ, υπονομεύει τον ρόλο των εθνικών κυβερνήσεων στον διορισμό του προέδρου της Κομισιόν, και ορισμένα μικρά πολιτικά κόμματα υποστηρίζουν πως το σύστημα δίνει υπερβολικά μεγάλη επιρροή στα μεγάλα κόμματα. Η Γαλλία είναι ένας από τους βασικούς επικριτές του συστήματος Spitzenkandidat. Ο κεντρώο LRM του Μακρόν δεν συμμετέχει σε κάποια από τις «οικογένειες» κομμάτων της Ευρώπης και έχει να χάσει πολλά με το σύστημα του επικεφαλής υποψηφίου (το LRM αυτή τη στιγμή διαπραγματεύεται συμμαχία με άλλα κεντρώα κόμματα, όμως ακόμα και αν υπάρξει συμφωνία, πιθανότατα δεν θα αρκεί για να κερδίσει στις εκλογές).
Αν οι δημοσκοπήσεις είναι σωστές και οι εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο έχων ως αποτέλεσμα ένα νομοθετικό σώμα στο οποίο καμία ομάδα δεν ελέγχει την πλειοψηφία, τότε η Γαλλία θα ηγηθεί της προσπάθειας για διορισμό προέδρου της Κομισιόν μέσω μια πολιτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των κυβερνήσεων αντί του μηχανισμού Spitzenkandidat. Ασχέτως του ποιος θα είναι επικεφαλής, η επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είναι υποστηρικτική προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Όμως μια συντηρητική Κομισιόν πιθανότατα θα επικεντρώνονταν στη διαπραγμάτευση συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και στη μείωση της εισερχόμενης μετανάστευσης, ενώ μια προοδευτική Κομισιόν είναι πιθανότερο να επικεντρωθεί στη διασφάλιση μεγαλύτερης οικονομικής συνοχής μεταξύ των κρατών μελών.
Ο καταμερισμός των χαρτοφυλακίων, ή των περιοχών πολιτικής ευθύνης, εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα αποτελέσει ένα ακόμα ζήτημα διαπραγμάτευσης. Κάθε κράτος-μέλος έχει έναν Επίτροπο και θεωρητικά οι επίτροποι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνόλου, αντί της χώρας προέλευσής τους. Όμως στην πράξη, οι εθνικές κυβερνήσεις θέλουν τους «δικούς τους» επιτρόπους να έχουν τον έλεγχο σημαντικών χαρτοφυλακίων, όπως αυτό των διεθνών σχέσεων και των οικονομικών υποθέσεων.
Τα τελευταία χρόνια, σχετικά έχουν γίνει το χαρτοφυλάκιο εμπορίου, καθώς η Ένωση επεδίωξε συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου ανά τον κόσμο, και το χαρτοφυλάκιο εμπορικού ανταγωνισμού, που περιλαμβάνει τις επιχειρηματικές συγχωνεύσεις και την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και βρίσκεται στο επίκεντρο λόγω των ερευνών για τις φορολογικές υποθέσεις μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Οκτώβριος: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Η οκταετής θητεία του Μάριο Ντράγκι ως προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λήγει στις 31 Οκτωβρίου του 2019 και η μάχη για τη διαδοχή θα είναι σκληρή. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, τα κράτη μέλη εκλέγουν τον πρόεδρο της ΕΚΤ μέσω ψήφου ειδικής πλειοψηφίας, όμως πρακτικά η επιλογή είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ των μελών της ευρωζώνης. Υπό την ηγεσία του Ντράγκι, η ΕΚΤ εισήγαγε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και μείωσε σε ιστορικό χαμηλό τα επιτόκια. Το 2012 ο Ντράγκι υποσχέθηκε να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να προστατεύσει την ευρωζώνη, υποδηλώνοντας πως η τράπεζα ήταν έτοιμη να αγοράσει απεριόριστα ομόλογα από οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης είχε πρόβλημα (υπόσχεση που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, όμως συνέβαλε στην σταθεροποίηση της ευρωζώνης).
Κάποιες από τις πολιτικές της ΕΚΤ δεν έτυχαν θετικής υποδοχής στη Βόρεια Ευρώπη, όπου οι επικριτές του Ντράγκι υποστήριξαν πως τα χαμηλά επιτόκια τιμώρησαν τους αποταμιευτές του Βορρά και πως το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων επιβράβευσε τις ανεύθυνες κυβερνήσεις του Νότου. Μέχρι στιγμής, η τράπεζα είχε προέδρους από την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ιταλία και ορισμένοι αξιωματούχοι του Βερολίνου πιστεύουν πως ήρθε η ώρα για έναν Γερμανό πρόεδρο. Αυτό έχει οδηγήσει σε εικασίες πως η Γερμανία θα «σπρώξει» τον Γενς Βάιντμαν, τον πρόεδρο της Bundesbank και έναν από τους πιο δυνατούς επικριτές του Ντράγκι, για τη θέση.
Όμως η Νότια Ευρώπη αντιστέκεται και το Βερολίνο μπορεί να αποφασίσει να μην δαπανήσει τόσο πολύ πολιτικό κεφάλαιο για να στηρίξει τον Βάιντμαν, όταν υπάρχουν διαθέσιμες τόσες άλλες σημαντικές θέσεις στην ΕΕ (τα γερμανικά ΜΜΕ πρόσφατα άφησαν να εννοηθεί πως το Βερολίνο θα επικεντρωθεί στον διορισμό Γερμανού στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αντί της ΕΚΤ). Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για έναν υποψήφιο που θα αποτελεί προϊόν συμβιβασμού, ο οποίος θα μπορούσε είτε να είναι άλλος Γερμανός ή κάποιος από μια μικρότερη χώρα της βόρειας Ευρώπης που θα είναι ευκολότερο να γίνει αποδεκτός από το Νότο. Ένας βορειοευρωπαίος θα μπορούσε να πάρει πίσω τις επεκτατικές νομισματικές πολιτικές του Ντράγκι, όμως οι επιλογές του νέου προέδρου πιθανότατα θα καθοριστούν από τα γεγονότα και όχι την ιδεολογία.
Νοέμβριος: Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Από όλες τις θέσεις που θα πρέπει να καλυφθούν του χρόνου, αυτή με τη λιγότερη επιρροή είναι πιθανότατα η θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που περιλαμβάνει τους επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων των μελών της ΕΕ. Ο πρόεδρος ηγείται των συνεδριάσεων του συμβουλίου και βοηθά στην επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των κρατών-μελών. Εκπροσωπεί επίσης την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εξωτερικό και συμβάλει στην εξωτερική πολιτική του μπλοκ. Όμως, στο τέλος της μέρας, οι αποφάσεις του συμβουλίου λαμβάνονται από τις εθνικές κυβερνήσεις, και ο πρόεδρος δεν έχει ιδιαίτερη επιρροή σ’ αυτές.
Ενώ τα μέλη του συμβουλίου επιλέγουν τον πρόεδρο μέσω ψήφου ειδικής πλειοψηφίας, η εκλογή στην πράξη είναι το αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού. Αφού η επιλογή γίνεται προς το τέλος του έτους, οι κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν την προεδρία για να διατηρήσουν την ισορροπία δυνάμεων στο μπλοκ, δίνοντας τη θέση σε μια χώρα ή περιοχή που ήταν «ριγμένη» στις διαπραγματεύσεις για τους άλλους ρόλους.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Η επιλογή των ηγετών των βασικών Ευρωπαϊκών θεσμών περιλαμβάνει την εξεύρεση ενός συνδυασμού που θα ικανοποιεί τα εθνικά συμφέροντα (καθώς οι κυβερνήσεις προωθούν υποψήφιους που ευθυγραμμίζονται με τις απόψεις τους) και θα κρατά την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του Βορρά και του Νότου, και σε μικρότερο βαθμό, μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης.
Οι επιλογές του επόμενου έτους θα είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτες διότι οι βασικές πολιτικές δυνάμεις του μπλοκ δεν θα βρίσκονται σε στέρεο έδαφος. Η Γερμανία περνά μια φάση πολιτικών αναταράξεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόωρες εκλογές. Στη Γαλλία, η εθνικιστική δεξιά πιθανόν θα έχει καλές επιδόσεις στις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο και θα διαβρώσει περαιτέρω το πολιτικό κεφάλαιο του Μακρόν.
Στην Ιταλία, η ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση πιθανόν θα μειώσει τις πιθανότητες της Ρώμης να τοποθετήσει τους δικούς της ανθρώπους σε υψηλόβαθμες θέσεις. Η Ισπανία θα προσπαθήσει να κάνει comeback στην κορυφή της Ευρωπαϊκής ηγεσίας μετά από μια δεκαετία κρίσεως, όμως η κυβέρνηση μειοψηφίας της αντιμετωπίζει δυσκολίες στο εσωτερικό και είναι πιθανό να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές.
Καθώς αποδυναμώνονται οι βασικές δυνάμεις της ΕΕ, αναδύονται άλλες. Χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ηγούμενες από την Ολλανδία, έχουν αυξήσει τη συνεργασία τους, τους τελευταίους μήνες. Η ομάδα αυτή, που είναι γνωστή ως η Νέα Χανσεατική Ένωση, επικρίνει τα σχέδια για αύξηση του διαμοιρασμού του οικονομικού ρίσκου στην ευρωζώνη και θέλει αυστηρότερη επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Ερχόμενες αντιμέτωπες με μια «αναιμική» Γερμανία, οι χώρες αυτές θα επιμείνουν να έχουν μεγαλύτερο ρόλο στην επιλογή των νέων μελών των βασικών θεσμών της ΕΕ. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης επίσης θα απαιτήσουν μεγαλύτερη παρουσία στους θεσμούς της ΕΕ, όμως οι διαφωνίες ως προς την τήρηση των συστάσεων της ΕΕ για το κράτος δικαίου στην Πολωνία, την Ουγγαρία και του Ρουμανία, θα δυσκόλευαν την προσπάθειά τους να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις.
Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έρθει αντιμέτωπη με δυο ταυτόχρονες προκλήσεις το επόμενο έτους. Η πρώτη θα είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι διαπραγματεύσεις επιλογής των διαφόρων ηγεσιών να βαθύνουν τις διαφωνίες εντός του μπλοκ. Η δεύτερη θα είναι να αντιμετωπίσει ένα πιο κατακερματισμένο πολιτικό περιβάλλον, καθώς τα κόμματα του κατεστημένου πιθανότατα θα χάσουν έδαφος έναντι των αναδυόμενων δυνάμεων, ορισμένες εκ των οποίων είναι ιδιαίτερα επικριτικές έναντι της ενοποίησης της ΕΕ.
Οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προσκλήσεις αυτές την ώρα που ορισμένα κράτη-μέλη βρίσκονται πολιτικά σε εύθραυστη κατάσταση, ενώ άλλες χώρες «τζογάρουν» με το οικονομικό ρίσκο και άλλες είναι κρίσιμης σημασίας για την φεντεραλιστική ώθηση του μπλοκ. Το σημαντικότερο είναι πως μια εσωστρεφής Ένωση που θα επικεντρώνεται στις θεσμικές διαφωνίες της πιθανότατα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση εξωτερικών προκλήσεων –είτε αυτές αφορούν εμπορικές διαμάχες με τις ΗΠΑ, τη μεταρρύθμιση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή την αυξανόμενη παρουσία της Κίνας στην Ευρώπη.