Η στρατηγική σύγκλιση Ρωσίας-Κίνας έχει βαθύνει στους περισσότερους τομείς -είναι η συνέχιση μιας μακροχρόνιας τάσης- καθώς οι δυο δυνάμεις επιζητούν να αντιστρέψουν την αμερικανική κυριαρχία στην παγκόσμια τάξη.
Πέραν της ενέργειας, η οικονομική σχέση μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο των δυνατοτήτων της. Η Μόσχα και το Πεκίνο δεν ευθυγραμμίζονται στον γεω-οικονομικό τομέα λόγω βασικών διαφορών στις αντίστοιχες πρωτοβουλίες ενσωμάτωσης. Η σύγκλιση μεταξύ των δυο μεγάλων αυτών δυνάμεων θα συνεχίσει να βαθαίνει το 2019. Η συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας θα κερδίσει έδαφος, εν μέρει λόγω των αυξανόμενων πιέσεων που ασκεί η Ουάσινγκτον σε Μόσχα και Πεκίνο.
Η σινο-ρωσική σχέση είναι κρίσιμης σημασίας για την εξέλιξη της παγκόσμιας τάξης, καθώς αυξάνεται ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας. Η εκτίμηση της πορείας που θα ακολουθήσει αυτή η σχέση τα επόμενα χρόνια περιλαμβάνει την ανάλυση των πολλών πτυχών της: της οικονομικής, της πολιτικής και της στρατιωτικής.
Ελλιπής γεω-οικονομική ευθυγράμμιση
Η Ρωσία ενίσχυσε τη στροφή της στην Ασία, μετά τη στρατιωτική της επέμβαση στην Ουκρανία το 2014 και τις κυρώσεις από ΗΠΑ και Ευρώπη. Οι στόχοι της ήταν να αυξήσει σημαντικά το διμερές εμπόριο και να προσελκύσει επενδύσεις.
Με την Κίνα, το μεγαλύτερο όφελος της στροφής αυτής ήταν στον ενεργειακό τομέα. Ένα αυξανόμενο δίκτυο αγωγών πετρελαίου και αερίου εδραίωσε ταχύτατα τη Ρωσία ως τον κορυφαίο προμηθευτή της Κίνας, ενώ η Κίνα έχει επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις της στον ερευνητικό και εξορυκτικό ενεργειακό τομέα. Ένας μεγάλος αγωγός φυσικού αερίου προς την Κίνα, ο Power of Siberia, θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2019.
Άλλοι τομείς της οικονομικής σχέσης των δύο χωρών δεν έχουν ακόμα φτάσει τις δυνατότητές τους. Η ρωσική οικονομία είναι πολύ μικρότερη απ’ ότι αυτή της Κίνας και βασίζεται σε μια στενή βάση -τα όπλα και τα εμπορεύματα είναι οι μόνες σημαντικές εξαγωγές που έχει να προσφέρει η Μόσχα.
Η Ρωσία δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία στην προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων στα ανατολικά της. Ορισμένα έργα μεταφορικής διασύνδεσης προχωρούν, ενώ κινεζικές εταιρείες έχουν επίσης αποκτήσει μερίδια σε ρωσικές επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα (κάτι που δείχνει πως η Ρωσία έχει βάλει ως προτεραιότητα τα οικονομικά της συμφέροντα, πάνω από τους φόβους της για μεγαλύτερη κινεζική μετανάστευση στα ανατολικά της).
Τον Σεπτέμβριο, οι συμμετέχοντες στο ετήσιο Ανατολικό Οικονομικό Φόρουμ στο Βλαδιβοστόκ, υπέγραψαν 175 συμφωνίες συνολικού ύψους 42 δισ. δολαρίων. Οι περισσότερες συμφωνίες ήρθαν από την Κίνα, αν και δεν είναι σαφές το πόσες από αυτές θα υλοποιηθούν. Οι ρωσικοί όροι συχνά δεν είναι αρκετά ελκυστικοί για τους επενδυτές και το ιστορικό που έχει η Μόσχα στην εφαρμογή συμφωνιών δεν είναι ό,τι καλύτερο, από τη σκοπιά του Πεκίνου.
Η ελλιπής ευθυγράμμιση είναι περισσότερο εμφανής στον γεωοικονομικό τομέα. Η κινεζική πρωτοβουλία της Μίας Ζώνης και Ενός Δρόμου και η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση της Ρωσίας είναι τα βασικά γεωοικονομικά «παιχνίδια». Οι δυο πλευρές έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία στην «εναρμόνιση» των δυο αυτών πρωτοβουλιών. Αν και τα δυο projects έχουν στόχο να δώσουν στους χορηγούς τους ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, ωστόσο έχουν θεμελιωδώς διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς την επίτευξη του στόχου αυτού.
Η Πρωτοβουλία «Μίας Ζώνης-Ενός Δρόμου) είναι ένα ευρύ project παγκόσμιας συνδεσιμότητας που μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις από τις οποίες έχουν να κερδίσουν πολλοί «παίκτες», ενώ η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση φιλοδοξεί να «σφραγίσει» τη ρωσική σφαίρα επιρροής. Άλλο ένα εμπόδιο για την ενοποίηση είναι πως καμία από τις δυο πρωτοβουλίες δεν έχει ισχυρή θεσμοθέτηση.
Περιφερειακή επιδεξιότητα
Η Κεντρική Ασία είναι εκεί που ουσιαστικά αλληλεπικαλύπτονται τα συμφέροντα της Ρωσίας και της Κίνας. Η περιοχή είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, γειτνιάζει και με τις δυο δυνάμεις και αποτελεί «γέφυρα» για ζώνες όπως το Αφγανιστάν, που ενδιαφέρον για θέμα ασφάλειας τόσο τη Μόσχα όσο και το Πεκίνο.
Κίνα και Ρωσία έχουν καθιερώσει έναν τρόπο ειρηνικής συμβίωσης στην Κεντρική Ασία. Η συμφωνία περιλαμβάνει έναν διαχωρισμό εργασιών, με τη Ρωσία να επικεντρώνεται στην παροχή ασφάλειας και την Κίνα να λειτουργεί ως ο βασικός οικονομικός παίκτης της περιοχής. Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (ένας τοπικός οργανισμός στον οποίον κυριαρχεί το Πεκίνο) παρέχει ένα θεσμικό πλαίσιο και η πρόσφατη διεύρυνσή του ενισχύει τις πιθανότητες μια συνεχιζόμενης σινο-ρωσικής συνεργασίας στην Κεντρική Ασία βραχυπρόθεσμα.
Ωστόσο, οι ανταγωνιστικές παρορμήσεις είναι πάντα παρούσες. Για παράδειγμα, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα πωλούν όπλα σε κράτη της Κεντρικής Ασίας. Ενώ αυτός ο ανταγωνισμός μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχτεί επιζήμιος για τον πρακτικό συμβιβασμό στον οποίον έχουν καταλήξει Μόσχα και Πεκίνο, ωστόσο οι αυξημένες κινεζικές αμυντικές συναλλαγές στην Κεντρική Ασία αποδυναμώνουν σταθερά την παραδοσιακή Ρωσική κυριαρχία στις πωλήσεις όπλων.
Τα σχέδια που έχει αναφερθεί ότι υπάρχουν για μια κινεζική στρατιωτική βάση στην επαρχία Μπαντακσάν του Αφγανιστάν (που γειτνιάζει με το Τατζικιστάν) θα μπορούσαν να αποτελούν την αρχή για ένα πιο ξεκάθαρο «αποτύπωμα» της Κίνας στον τομέα της ασφάλειας της περιοχής, κάτι που θα μπορούσε να ανησυχήσει τη Ρωσία.
Αυτή η διαχείριση περιοχών πιθανών εντάσεων εκτείνεται μέχρι την Ινδία, αντίπαλο της Κίνας αλλά με ιστορικά στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Η Ρωσία έπαιξε ρόλο κλειδί στο να αναγκαστεί η Κίνα να αποδεχθεί την ένταξη της Ινδίας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, αν και η Κίνα διασφάλισε αντίστοιχα την ένταξη και του Πακιστάν.
Το «αγκάθι» Ρωσίας-Πακιστάν, που συνεχώς μεγαλώνει, και η συνεχιζόμενη επαναρύθμιση των σχέσεων Ινδίας-Κίνας, όμως, σημαίνει πως τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα βρίσκονται σε θέση να ασκήσουν επιρροή στη Νότια Ασία συνεργατικά, αντί να είναι αντίπαλοι, δημιουργώντας περαιτέρω ανταγωνισμό μεταξύ των μεγαλύτερων αντιπάλων, της Ινδίας και του Πακιστάν. Ομοίως, στο Βιετνάμ, οι ρωσικές αμυντικές πωλήσεις δεν έχουν αλλάξει θεμελιωδώς την ισορροπία δυνάμεων στην Ασία. Το Βιετνάμ είναι μια περίπτωση στην οποία Μόσχα και Πεκίνο μπορούν απλά να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν, χωρίς να αλλάζουν τη στρατηγική δυναμική τους.
Στην Αρκτική, όπου η Ρωσία παραδοσιακά διεκδικεί την κυριαρχία, η Μόσχα έχει να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο κινεζικό ενδιαφέρον. Μέχρι τώρα, το ενδιαφέρον της Κίνας στην Αρκτική περιορίζεται σε ερευνητικές αποστολές, ψηφιακή συνδεσιμότητα και λίγες ενεργειακές επενδύσεις –ορισμένες, όπως το project υγροποιημένου φυσικού αερίου Yamal, σε συνεργασία με τη Ρωσία.
Η Μόσχα και το Πεκίνο έχουν επίσης δηλώσει την πρόθεσή τους να συνεργαστούν στον «Πολικό Δρόμο του Μεταξιού», μέρος της ευρύτερης πρωτοβουλίας της «Μίας Ζώνης-Ενός Δρόμου». Οι σινο-ρωσικές εντάσεις για την Αρκτική δεν θα οδηγήσουν σε ανταγωνισμό μεταξύ των δύο για τον τομέα της ασφάλειας στην περιοχή, αν και ήδη υπάρχει κάποιος πολιτικός ανταγωνισμός. Η Αρκτική αποτελεί πολύ περισσότερο φιλοδοξία της Ρωσίας για σφαίρα επιρροής απ’ ότι για την Κίνα και το Πεκίνο, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να πιεστεί πολύ για να μεταφέρει εκεί σημαντικά στρατιωτικά assets, δεδομένων των πιο επειγόντων προτεραιοτήτων της στον τομέα της ασφάλειας στην Ασία.
Σύντροφοι
Η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας είναι πιο προηγμένη σε θέματα παγκόσμιας πολιτικής και διπλωματίας. Οι δυο χώρες ευθυγραμμίζονται στα σημαντικότερα θέματα που αφορούν την παγκόσμια τάξη, από την άσκηση αρνησικυρίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή μέχρι την επιδίωξη μεγαλύτερης εξουσίας σε διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και την τήρηση εξαιρετικά επικριτικών θέσεων έναντι των ΗΠΑ στην ψηφιακή διακυβέρνηση και την πυραυλική άμυνα.
Η Κίνα έχει αποφύγει να επικρίνει τη Ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία και η Ρωσία έχει δώσει σιωπηρά στήριξη στην Κίνας στις θαλάσσιες διαμάχες της, συμμετέχοντας στην πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα και στην Θάλασσα της Ιαπωνίας. Και οι δυο δυνάμεις από καιρό έχουν κοινή θέση στο θέμα της Βόρειας Κορέας, στηρίζοντας ένα «διπλό πάγωμα» και εκφράζοντας αντίθεση στην αμερικανική πυραυλική άμυνα στην περιοχή. Όμως η Ρωσία παίζει δεύτερο ρόλο στην Κορεατική Χερσόνησο, σε σχέση με την Κίνα. Η πρόσφατη προσέγγιση της Νότιας Κορέας από τη Μόσχα και η προσπάθεια της Ρωσίας να παίξει σημαντικό ρόλο σε ενδοκορεατικά έργα υποδομών, αποτελούν προσπάθειες για αύξηση της επιρροής της στη χερσόνησο.
Οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν –ένα κρίσιμης σημασίας παγκόσμιο ζήτημα το οποίο μπορεί να φτάσει σε κρίσιμο σημείο το 2019- επίσης υπήρξαν βασικός παράγοντας για την στενότερη προσέγγιση Μόσχας, Πεκίνου και Τεχεράνης. Αν οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε στρατιωτικές ενέργειες κατά στόχων του Ιράν – ένα ευλογοφανές σενάριο- τότε θα πρέπει να αναμένεται πως Μόσχα και Πεκίνο θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν συνασπισμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση για να απομονώσουν τις ΗΠΑ διπλωματικά και στην αρένα της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Η Ρωσία εμφανίζεται ως ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Ιράν στη Μέση Ανατολή. Οι δυο χώρες έχουν πραγματοποιήσει κοινές επιχειρήσεις στη Συρία για να εγγυηθούν την επιβίωση της κυβέρνησης του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ. Αυτή η συνεργασία ανοίγει την πιθανότητα για έναν πιο ενεργό ρωσικό στρατιωτικό ρόλο στην υπεράσπιση του Ιράν –για παράδειγμα στην αεράμυνα. Αν η ιρανική ηγεσία επιβιώσει μιας στρατιωτικής κρίσης, τότε η Μόσχα θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει επίσημους δεσμούς με την Τεχεράνη στον τομέα της ασφάλειας, στον απόηχο της όποιας τέτοιας σύγκρουσης.
Η Κίνα έχει πιο περίπλοκα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή –με βασικό τη διασφάλιση της ελεύθερης ροής πετρελαίου. Όμως η Ρωσία και η Κίνα πιθανότατα βλέπουν το Ιράν περισσότερο ως θέμα διατήρησης της παγκόσμιας τάξης παρά ως επιδίωξη των αντίστοιχων εθνικών συμφερόντων τους.
Η Ρωσία και η Κίνα αντιτίθενται επίσης σθεναρά στο σημερινό μοντέλο της παγκόσμιας διακυβέρνησης στον κυβερνοχώρο που ευνοούν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και οι δυο έχουν ρίξει προτάσεις για την «κυριαρχία στον κυβερνοχώρο» που θα κατοχύρωναν αρχές αντίθετες προς το ανοικτό διαδίκτυο, περιλαμβανομένης της αποθήκευσης δεδομένων, της διευκόλυνσης της παρακολούθησης και του πολύ μεγαλύτερου κρατικού ελέγχου στο online περιεχόμενο και το hardware. Οι βασικές αρχές των προτάσεών τους κερδίζουν έδαφος στην Ασία και στην Αφρική, και αυτή η τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί το επόμενο έτος.
«Οδηγός» η άσκηση Vostok
Η «σκληρή ισχύς» είναι εκεί που οι αναπτυσσόμενοι δεσμοί Ρωσίας-Κίνας θα έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση στον ευρύτερο ανταγωνισμό ισχύος. Η Ρωσία πρόσφατα ολοκλήρωσε την μεγαλύτερη στρατιωτική της άσκηση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στην άσκηση Vostok 2018 συμμετείχαν 300.000 στρατιώτες, 36.000 τεθωρακισμένα, περισσότερα από 1.000 αεροσκάφη και τμήματα δυο στόλων. (Εξωτερικοί παρατηρητές έχουν πει πως στην άσκηση συμμετείχαν περίπου το ήμισυ των προαναφερθέντων δυνάμεων).
Στην άσκηση Vostok 2018 συμμετείχαν περισσότεροι από 3.000 κινέζοι στρατιώτες –πρώτη φορά χώρα που δεν είναι σύμμαχος βάσεις συνθήκης με τη Μόσχα συμμετείχε σε στρατιωτική άσκηση με σημαντικό δυναμικό σε ρωσικό έδαφος. (Ένα μικρό τμήμα έστειλε και η Μογγολία). Ήταν επίσης η μεγαλύτερη στρατιωτική άσκηση στο εξωτερικό στην οποία έχει συμμετάσχει μέχρι τώρα η Κίνα.
Η προσομοίωση μάχης δεν ήταν κατά τρομοκρατικών ομάδων ή οργανωμένου εγκλήματος (εκεί που υπάρχει σινο-ρωσική συνεργασία στην ασφάλεια), αλλά κατά των συμβατικών δυνάμεων ενός απροσδιόριστου κράτους. Η κινεζική συμμετοχή στην άσκηση Vostok έδειξε στροφή των στόχων: Αυτό που παραδοσιακά ήταν μια ρωσική στρατιωτική άσκηση με στόχο το Πεκίνο, έγινε φέτος μια άσκηση στην οποία το Πεκίνο ήταν καίριας σημασίας εταίρος.
Σε άλλα μέτωπα, έχουν ολοκληρωθεί οι πωλήσεις S400 και αεροσκαφών Su-35 στην Κίνα. Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές ναυτικές ασκήσεις μέχρι τη Βαλτική και τη Μεσόγειο. Έχουν πραγματοποιηθεί κοινές ασκήσεις κυβερνοάμυνας, αν και ο στόχος και το εύρος των ασκήσεων αυτών δεν είναι ξεκάθαρα. Έχουν υπογραφεί αρκετές συμφωνίες συνεργασίας στο διάστημα, ενώ συνεχίζονται η κοινή έρευνα και παραγωγή ενός βαρέως τύπου ελικοπτέρου.
Εδώ όμως υπάρχει πολύ μεγαλύτερη προοπτική συνεργασίας. Η Κίνα φτάνει σταθερά την Ρωσία στην αμυντική τεχνολογία. Άρα, έχει λογική η Ρωσία να συνάψει συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα αυτόν νωρίτερα, παρά αργότερα, όταν η αξία της ως εταίρου θα μειωθεί σημαντικά. Η Ρωσία και η Κίνα θα μπορούσαν να εμβαθύνουν επίσης τη στρατιωτική «διαλειτουργικότητα», και στην κυβερνοάμυνα, με στόχο συγκεκριμένους κοινούς αντιπάλους, αν το αποφασίσουν.
Η στρατιωτική συνεργασία –ιδιαίτερα στην εμβάθυνση της διαλειτουργικότητας έναντι συμβατικών κρατικών απειλών- έχει μεγάλη σημασία για τις στρατηγικές υποθέσεις. Η Vostok και άλλες ασκήσεις έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία και θα αποτελέσουν πιθανότατα «οδηγούς» για μια αναδυόμενη ρωσο-κινεζική Αντάντ.
Άξονες ασυμμετρίας
Ο ανταγωνισμός στον οποίον εμπλέκονται οι τρεις ισχυρότερες δυνάμεις του κόσμου δεν είναι κάθε άλλο παρά συμμετρικός στους τρεις άξονες διακρατικών σχέσεων. Ουσιαστικά φέρνει τις ΗΠΑ απέναντι σε δύο Ευρασιάτες διεκδικητές. Η Κίνα είναι ένας αναδυόμενος δυνητικός ομότιμος ανταγωνιστής, ενώ η Ρωσία έχει ανακτήσει τη θέση της στην παγκόσμια αρένα.
Την ώρα που οι ΗΠΑ γίνονται σταθερά όλο και πιο εχθρικές έναντι της Ρωσίας, επιβάλλοντας δευτερογενείς κυρώσεις μέσω της Πράξης επιβολής κυρώσεων για την αντιμετώπιση των αντιπάλων των ΗΠΑ (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act – CAATSA) (και μέσω της πρόθεσης απόσυρσης από την συνθήκη INF), ο εμπορικός πόλεμος της κυβέρνησης Τραμπ με την Κίνα απειλεί να μετατρέψει τις περίπλοκες σινοαμερικανικές σχέσεις σε ξεκάθαρα εχθρικές.
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν τα δικά τους συμφέροντα και συνήθως αυτά τα ξεχωριστά συμφέροντα θα προκαλούσαν τόσες εντάσεις όσες και οι ευθυγραμμίσεις. Όμως μια σε έναν εξαιρετικά ασύμμετρο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι μεταξύ τους διαφορές καταλήγουν να είναι πολύ μικρότερες απ’ ότι οι διαφορές τους με τις ΗΠΑ.
Δεν αποτελεί έκπληξη που κάθε βήμα που κάνει η Ουάσινγκτον για να αυξήσει την πίεση προς τη Ρωσία και την Κίνα ενισχύει τη στρατηγική συνεργασία μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας. Ως εκ τούτου, ο σινο-ρωσικός εναγκαλισμός θα συνεχίσει να γίνεται βαθύτερος στους περισσότερους τομείς, με κρισιμότερες τις σχέσεις τους στον τομέα της ασφάλειας, τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους.