Τώρα που οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία πραγματοποίησαν την τιμωρητική τους επίθεση στη Συρία, ήρθε η ώρα να εκτιμηθεί το αποτέλεσμα.
Ως απάντηση στη φερόμενη χρήση χημικών όπλων από τη συριακή κυβέρνηση στις 7 Απριλίου στην πόλη της Ντούμα, μια εβδομάδα αργότερα τα τρία κράτη έδωσαν εντολή για επίθεση με ένα μπαράζ 105 πυραύλων cruise σε τρία σημεία που σχετίζονται με το πρόγραμμα χημικών όπλων της Συρίας. Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να τονίσουν πόσο σοβαρά έπληξε η επίθεση το πρόγραμμα χημικών όπλων της Συρίας. Όμως η πραγματικότητα είναι πως η επίθεση ήταν περιορισμένου εύρους: αρκετά σημεία και υποδομές χημικών όπλων παρέμειναν ανέπαφα και, όπως παραδέχθηκαν οι ίδιες οι ΗΠΑ, η Δαμασκός εξακολουθεί να έχει την ικανότητα να πραγματοποιεί επιθέσεις με χημικά.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επέλεξαν μια περιορισμένη επίθεση για διάφορους λόγους. Πρώτον, παραμένουν επιφυλακτικές ως προς την ανάληψη ενεργειών που θα μπορούσαν να τις παρασύρουν βαθύτερα στο χάος του συνεχιζόμενου εμφύλιου πολέμου στη Συρία.
Σε ενημερώσεις μετά την επίθεση, το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε επανειλημμένως με έμφαση πως οι βομβαρδισμοί είχαν συγκεκριμένο σκοπό να αποτρέψουν την περαιτέρω χρήση χημικών όπλων και πως η αμερικανική αποστολή στη Συρία παραμένει επικεντρωμένη στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Το ότι στόχο αποτέλεσαν κέντρα χημικών όπλων και όχι υποδομές με συμβατικά και χημικά όπλα, όπως είναι οι αεροπορικές βάσεις, ενισχύει το μήνυμα αυτό.
Και οι τρεις χώρες ήθελαν επίσης να αποφύγουν την όποια κλιμάκωση με τη Ρωσία και το Ιράν, που στηρίζουν την κυβέρνηση της Συρίας στον εμφύλιο πόλεμο. Σε αντίθεση με την επίθεση που πραγματοποίησαν τον Απρίλιο του 2017 οι ΗΠΑ στην αεροπορική βάση Σαϊράτ, οι στόχοι της πρόσφατης επίθεσης ήταν μακριά από την οποιαδήποτε ρωσική ή ιρανική παρουσία. Η Βρετανία και η Γαλλία επέμεναν ιδιαίτερα σ’ αυτό. Όμως η παρουσία της Ρωσίας στη Συρία περιορίζει την αμερικανική δράση στη χώρα -όπως έκανε και ιστορικά.
Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να προσέχει να μην κάνει κινήσεις που θα μπορούσαν να κλιμακωθούν σε μια ευρύτερη σύγκρουση με τη Μόσχα. Πράγματι, η κυβέρνηση της Συρίας επιζήτησε να εκμεταλλευτεί αυτή την επιφυλακτικότητα, τοποθετώντας κάποιον από τον βασικό εξοπλισμό της κοντά σε ρωσικές δυνάμεις στη χώρα. Όμως οι περιορισμοί της ρωσικής παρουσίας δεν ήταν αρκετοί ώστε να αποκλείσουν μια στρατιωτική επιχείρηση από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, παρά μόνον τη διαμόρφωσαν.
Ξεκάθαρος στόχος, «θολοί» προσδιορισμοί
Παρά το ότι η επιχείρηση της 14ης Απριλίου είχε τον εξαιρετικά επικεντρωμένο στόχο της αποτροπής επιθέσεων με χημικά όπλα, η επιτυχία της θα είναι δύσκολο να μετρηθεί, διότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν είναι σίγουροι για το πού θα πρέπει να «τραβήξουν τη γραμμή» σε ό,τι αφορά τη χρήση ορισμένων χημικών όπλων από τη Συρία. Για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον έχει προσδιορίσει ρητά τη χρήση νευροτοξικών παραγόντων ως «κόκκινη γραμμή» που δεν θα πρέπει να περάσει η Συρία, όμως δεν είναι τόσο ξεκάθαρη η στάση της ως προς τη χρήση αερίου χλωρίνης.
Ένας λόγος για αυτή την ασαφή προσέγγιση είναι πως μπορεί να είναι σχεδόν αδύνατο να επιβεβαιωθεί αν χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα σε ένα ήδη επικίνδυνο πεδίο μάχης, ιδιαίτερα όταν οι επιθέσεις περιλαμβάνουν μικρές ποσότητες λιγότερο ισχυρών στοιχείων, όπως η χλωρίνη. Επιπλέον, η εμπλοκή σε τιμωρητικές επιθέσεις για σχετικά μικρές επιθέσεις με χημικά μπορεί επίσης να εγείρει ακανθώδη ερωτήματα ως προς την αναλογικότητα των απαντήσεων.
Ουσιαστικά, οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να λαμβάνουν μέτρα για τις επιθέσεις-απαντήσεις όχι με βάση το αν χρησιμοποιήθηκαν γενικά χημικά όπλα, αλλά με βάση το πόσα θύματα προκάλεσαν. Τον τελευταίο χρόνο, για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Συρίας έχει πραγματοποιήσει αρκετές επιθέσεις με χλωρίνη στις οποίες οι ΗΠΑ δεν έχουν απαντήσει, σε μεγάλο βαθμό λόγω των σχετικά μικρών απωλειών που προκάλεσαν.
Αυτό φάνηκε και στην επίθεση με χημικά όπλα που προκάλεσε την τελευταία τιμωρητική επίθεση. Αν και είναι σχεδόν βέβαιο πως χρησιμοποιήθηκε χλωρίνη, δεν είναι σαφές αν χρησιμοποιήθηκαν και νευροτοξικοί παράγοντες. Ωστόσο, το περιστατικό είχε ως αποτέλεσμα μια τόσο μεγάλη και ανομοιογενή λίστα θυμάτων που δικαιολογούσε μια απάντηση από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους, ακόμα και χωρίς τη βεβαιότητα της χρήσης νευροτοξικού παράγοντα.
Ηταν νίκη;
Μετά την τελευταία αυτή τιμωρητική επίθεση, η κυβέρνηση της Συρίας είναι πιθανό τουλάχιστον να αποφύγει τη χρήση νευροτοξικών παραγόντων για μια σημαντική χρονική περίοδο, όπως έκανε και το 2017. Το αν θα μειώσει επίσης τη χρήση αερίου χλωρίνης δεν είναι τόσο βέβαιο.
Οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις της Συρίας θα έχουν όλο και λιγότερα κίνητρα τακτικής για να χρησιμοποιήσουν τέτοια όπλα καθώς θα αποκλιμακώνονται οι δύσκολες αστικές επιχειρήσεις τους γύρω από τη Δαμασκό. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να ενθαρρυνθούν από το πόσο περιορισμένη ήταν η τελευταία τιμωρητική επίθεση.
Η μεγαλύτερη προτεραιότητα της κυβέρνησης της Συρίας είναι η νίκη στον εμφύλιο πόλεμο και αν συμπεράνει πως οι περαιτέρω τιμωρητικές επιθέσεις θα συνεχίσουν να έχουν αποκλειστικά στόχο τις υποδομές χημικών όπλων, τότε η Δαμασκός ευχαρίστως θα κάνει αυτή τη θυσία, σε αντάλλαγμα για τη συνεχιζόμενη επιτυχία που δίνει η χρήση χημικών όπλων στα πεδία της μάχης.
Ωστόσο, το ρίσκο μιας τέτοιας απόφασης είναι μεγάλο για τη Συρία. Αν κρίνει λάθος και οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κλιμακώσουν τις απαντήσεις τους βομβαρδίζοντας την ηγεσία, τους στρατιώτες ή τις συμβατικές δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης, τότε οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις θα υποστούν βαριές ζημιές.
Αυτό θα αποτελούσε ένα μεγάλο εμπόδιο στην τρέχουσα εκστρατεία της και θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά την πρόοδο που έχει επιτύχει μέχρι τώρα. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση της Συρίας πιθανότατα θα κινηθεί όπως το 2017 και θα αποφύγει τις επιθέσεις με χημικά για την ώρα.