Αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και ανακοινώνοντας πως η πρεσβεία των ΗΠΑ θα μετεγκατασταθεί από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έθεσε σε κίνδυνο τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις Ισραήλ-Παλαιστινίων πριν καν αυτές ξεκινήσουν. Κινδυνεύει επίσης να αποξενώσει βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Ο κ. Τραμπ ανακοίνωσε χθες (6 Δεκεμβρίου) μία εν πολλοίς συμβολική αναγνώριση, μιλώντας από τον Λευκό Οίκο. Το status της Ιερουσαλήμ θα συνεχίσει να αμφισβητείται από σχεδόν κάθε άλλη χώρα του κόσμου, εν μέρει διότι ευθύνεται για το «πάγωμα» των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινιακών εδαφών. Το Ισραήλ θεωρεί ολόκληρη την Ιερουσαλήμ έδαφός της, το οποίο κέρδισε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Τα Παλαιστινιακά εδάφη θεωρούν την Ιερουσαλήμ τη νόμιμη πρωτεύουσα μιας ανεξάρτητης Παλαιστίνης.
Εν αναμονή της ανακοίνωσης Τραμπ, οι Παλαιστίνιοι στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη οργάνωσαν χθες μια ημέρα πορειών και διαδηλώσεων. Κάποιοι διαδηλωτές έφεραν πλακάτ με σύνθημα «η Ιερουσαλήμ είναι κόκκινη γραμμή». Είναι πιθανό οι διαδηλώσεις να γίνουν βίαιες, ιδιαίτερα διότι ο Τραμπ δεν αναγνώρισε τον διαχωρισμό Ανατολικού/Δυτικού τμήματος της πόλης, ονοματίζοντας ολόκληρη την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Χώρες με μουσουλμανικές πλειονότητες -περιλαμβανομένων πολλών χωρών που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ- αναμένεται να καταδικάσουν σθεναρά την αναγνώριση, εν μέρει διότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί τάσσονται υπέρ του παλαιστινιακού αιτήματος για δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Όμως δεν θα προχωρήσουν σε αντίποινα για την ομιλία Τραμπ.
Η Τουρκία έχει ήδη προειδοποιήσει τις ΗΠΑ πως η Ιερουσαλήμ αποτελεί μια γραμμή που δεν θα πρέπει να ξεπεραστεί, ενώ ο πάπας απηύθυνε έκκληση στην Ουάσινγκτον να σεβαστεί το ισχύον status quo.
Πέραν των διπλωματικών αναταράξεων, όμως, είναι απίθανο οι μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις να διακινδυνεύσουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ, αποδυναμώνοντας ή διακόπτοντας τις σχέσεις τους με οποιονδήποτε τρόπο.
Αυτό δεν σημαίνει πως η απόφαση για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ δεν θα δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας (η Άγκυρα απείλησε στις 5 Δεκεμβρίου να διακόψει τις σχέσεις με το Ισραήλ για το θέμα αυτό) ή μεταξύ του Ισραήλ και της Αιγύπτου ή της Ιορδανίας.
Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ θα μπορούσε να οδηγήσει τελικά σε κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας. Το Ριάντ δήλωσε δημοσίως τον περασμένο μήνα πως για να διορθωθούν οι προβληματικές σχέσεις με το Ισραήλ, πρέπει να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ παραβιάζει τους όρους της αραβικής πρωτοβουλίας του 2002 για την ειρήνευση στην περιοχή, που είναι και ο προτιμητέος τρόπος του Αραβικού Συνδέσμου να προσπαθήσει να επιλύσει τη διαμάχη Ισραηλινών-Παλαιστινίων εν μέσω αιτημάτων για απόσυρση του Ισραήλ από την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η Σαουδική Αραβία είναι το ισχυρότερο μέλος του Αραβικού Συνδέσμου αλλά και βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ. Δεν είναι σαφές το πώς θα αντιδράσει το Ριάντ στην κίνηση του Τραμπ.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον δήλωσε χθες (6 Δεκεμβρίου), κατά τη διάρκεια συνόδου στις Βρυξέλλες, πως ο κόσμος πρέπει να ακούσει την ομιλία του Τραμπ «ολόκληρη» και πως ο πρόεδρος είναι «πολύ αφοσιωμένος» στην ειρηνευτική διαδικασία, την οποία η κυβέρνηση εξακολουθεί να πιστεύει πως είναι εφικτή.
Ωστόσο, η χθεσινή ανακοίνωση δείχνει πως η Ουάσινγκτον στηρίζει το Ισραήλ στο θέμα της Ιερουσαλήμ, το οποίο είναι ένα από τα τέσσερα σημεία στα οποία «κολλούν» οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις των Αράβων με το Ισραήλ. Τα άλλα θέματα είναι τα σύνορα, η ασφάλεια και οι πρόσφυγες.
Οι Παλαιστίνιοι από καιρό θεωρούν πως η Ουάσινγκτον ευνοεί το Ισραήλ στις διαπραγματεύσεις, όμως η χθεσινή ανακοίνωση του Τραμπ επιβεβαιώνει αυτό το γεγονός πιο επισήμως από ποτέ.
Ως απάντηση, οι σχέσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και των μεγάλων αραβικών δυνάμεων -στις οποίες βασίζονται οι ΗΠΑ- θα υποστούν σημαντική αναβαθμονόμηση. Αυτό, αναπόφευκτα, θα έχει τεράστιες συνέπειες για την πολιτική της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.