Μετά από ένα «διάλειμμα» σχεδόν δυο ετών, οι ηγέτες των δυο εκ των ισχυρότερων χωρών του κόσμου συναντήθηκαν επιτέλους στις 7 Ιουλίου. Η πολυαναμενόμενη πρώτη συνάντηση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Αμερικανό Πρόεδρο έγινε στο περιθώριο της συνόδου των G20 στο Αμβούργο της Γερμανίας.
Ο «ντόρος» γύρω από τη συνάντηση ήταν όμοιος με αυτόν των συναντήσεων Ρήγκαν-Γκορμπατσόφ τη δεκαετία του 1980, όταν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας βρίσκονται σε παρόμοιο χαμηλό επίπεδο.
Οι Ρώσοι προσήλθαν στη συνάντηση με επιφυλάξεις και άφησαν τον Λευκό Οίκο να καθορίσει το είδος της συνάντησης, γνωρίζοντας απόλυτα την πίεση που δεχόταν ο Τραμπ από την Ουάσινγκτον για την πρώτη του συνάντηση με τον Πούτιν. Όταν προγραμματίστηκε η επίσημη διμερής συνάντηση, το Κρεμλίνο έβαλε σχετικά χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πέσκοφ, είπε πως ο στόχος της σύντομης συνάντησης ήταν απλά να επανεδραιωθεί ο διάλογος, διότι η Ρωσία δεν έχει πραγματοποιήσει επίσημη διμερή συνάντηση με Αμερικανό ηγέτη εδώ και δυο χρόνια. Οι ΗΠΑ ήταν επίσης επιφυλακτικές, συνυπολογίζοντας τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης αναφορικά με τη συνάντηση και κρατώντας ταυτόχρονα «κλειστό» το περιεχόμενο της οποιασδήποτε ατζέντας.
Δεν υπήρχε έλλειψη θεμάτων προς συζήτηση: οι συγκρούσεις στην Ανατολική Ουκρανία και στη Συρία, η πυραυλική δοκιμή της Βόρειας Κορέας, η αντιτρομοκρατία και η υβριδική πολεμική στρατηγική της Ρωσίας ήταν μερικά από αυτά.
Δεν υπήρχε μεγάλο περιθώριο συμβιβασμού στα περισσότερα θέματα της ατζέντας, αν και υπήρξαν κάποιοι τομείς όπου θεωρητικά θα μπορούσε να αρχίσει να «χτίζεται» μια καλύτερη κατανόηση: οι σχέσεις στον κυβερνοχώρο και η Συρία. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, οι δυο πλευρές συζήτησαν τη σοβαρότητα των κυβερνοεπιθέσεων και συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο για την καταπολέμησή τους. Η Μόσχα από καιρό πιέζει για μια επισημοποίηση των κυβερνοσχέσεων με τις ΗΠΑ και έχει προτείνει ένα σύστημα όμοιο με τις συμφωνίες περιορισμού των όπλων μεταξύ των δυο χωρών. Ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν δύσκολο, όμως, διότι οι κυβερνοαπειλές προέρχονται από διάφορες χώρες και μη κρατικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων αντίπαλων εταιρειών, χάκερς και εγκληματιών. Επιπλέον, το επίπεδο εμπιστοσύνης στο θέμα της κυβερνοασφάλειας μεταξύ των δυο χωρών είναι περιορισμένο, λόγω των αλληλοκατηγοριών για κρατικό χάκινγκ. Ακόμα, όμως, και ένα χαλαρό πλαίσιο θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκλιμάκωση των εντάσεων για το θέμα αυτό.
Την ώρα που συζητούσαν οι δυο άνδρες, άρχισαν να διαρρέονται πληροφορίες πως οι δυο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για μια ακόμα εκεχειρία στην νοτιοδυτική περιοχή της Συρίας. Η περιοχή ήταν μια από τις τέσσερις ζώνες αποκλιμάκωσης που σχεδιάστηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις στην Αστάνα του Καζακστάν. Η ζώνη τελικά «αποκόπηκε» από τις διαπραγματεύσεις της Αστάνα και έγινε μέρος των διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ρωσίας. Η συμφωνία εκεχειρίας έρχεται μετά τη δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών πως οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να εξετάσουν επιχειρήσεις σταθερότητας με τη Ρωσία στη Συρία, που θα περιλαμβάνουν ζώνες απαγόρευσης πτήσεων, παρατηρητές της εκεχειρίας και παραδόσεις ανθρωπιστικής βοήθειας. Η συμφωνία είναι ένα από τα λίγα σημεία στα οποία οι δυο πλευρές μπορούν να καταλήξουν σε συμβιβασμό.
Εν όψει της συνάντησης, η κάθε πλευρά έστειλε ισχυρά σήματα αναφορικά με τους τομείς στους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός: τη Βόρεια Κορέα και την Ουκρανία. Η Μόσχα έφερε αντιρρήσεις στην προσπάθεια του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ να καταδικάσει την πυραυλική δοκιμή της Βόρειας Κορέας και μπλόκαρε την ψήφο του συμβουλίου για το ανακοινωθέν.
Η Μόσχα βρίσκεται σε στενή επαφή με το Πεκίνο για τη χρήση διπλωματικής πίεσης και όχι εκτεταμένων κυρώσεων ή στρατιωτικής επέμβασης, για τη Βόρεια Κορέα. Με την κίνηση αυτή η Ρωσία διασφάλισε επίσης πως η Βόρεια Κορέα θα αποτελέσει κεντρικό θέμα στις συναντήσεις της με τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και την Κίνα και πως η Μόσχα θα είναι ο βασικός διαπραγματευτής στην κρίση. Η Ρωσία από καιρό προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους αυξανόμενους δεσμούς της με τη Βόρεια Κορέα ως «πάτημα» στις διαπραγματεύσεις με τους άλλους ηγέτες, και τώρα αποκτά αυτήν την ευκαιρία.
Οδεύοντας προς τη σύνοδο των G20, οι ΗΠΑ έστειλαν ισχυρά μηνύματα για την Ουκρανία. Ο κ. Τίλερσον μεταβαίνει στο Κίεβο μετά τη σύνοδο, πιθανότατα για να καθησυχάσει τους φόβους που προκύπτουν από την φαινομενικά «ζεστή» συζήτηση που είχαν ο Πούτιν με τον Τραμπ. Όμως, ένα ακόμα εντονότερο μήνυμα έστειλε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που όρισε επιτέλους ειδικό εκπρόσωπο για τις διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία, τον Κερτ Βόλκερ. Ο κ. Βόλκερ έχει εκτενή εμπειρία στο θέατρο της Ευρασίας, ως πρώην πρώτος γραμματέας της Αμερικανικής αποστολής του ΝΑΤΟ και ως διευθυντής ευρασιατικών σχέσεων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Υπήρξε σύμβουλος σε περιόδους έντασης στις Αμερικανορωσικές σχέσεις και θα είναι δύσκολος συνομιλητής για τον Ρώσο εκπρόσωπο, τον σύμβουλο του Βλαντιμίρ Πούτιν, Βλάντισλαβ Σουρκόφ.
Οι ΗΠΑ δεν συμμετέχουν στην ομάδα των Τεσσάρων της Νορμανδίας (Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία και Ουκρανία), που διαπραγματεύεται την ειρηνευτική συμφωνία του Μινσκ για την Ανατολική Ουκρανία, αν και κατά το παρελθόν έχει «πέσει» η ιδέα συμμετοχής και των ΗΠΑ. Το Βερολίνο, η Γαλλία και η Μόσχα από καιρό αντιτίθενται στη συμμετοχή των ΗΠΑ και ο διορισμός του κ. Βόλκερ θα μπορούσε να σκληρύνει ακόμα περισσότερο τη στάση της Ρωσίας. Οι συνεχιζόμενες επιπτώσεις από τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας ανάγκασαν τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ να προγραμματίσει συναντήσεις, σε συνέχεια των προηγούμενων, ξεκινώντας από τη Γερμανία αυτήν την εβδομάδα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη συνάντηση μεταξύ του Πούτιν και του Τραμπ ήταν ζεστή επιφανειακά, ενώ οι διαφορές στις θέσεις των δυο χωρών συμβάλουν στη διατήρηση μιας επικίνδυνης αντιπαράθεσης των δυο πλευρών.
Μετά από ένα «διάλειμμα» σχεδόν δυο ετών στις προεδρικές συναντήσεις, οι δυο πλευρές μπόρεσαν να πετύχουν έναν στόχο-κλειδί, να θέσουν τις βάσεις για μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Τώρα ο καθένας θα δώσει τη δική του εκδοχή των επιτυχιών και αποτυχιών των συνομιλιών, καθώς θα προσπαθούν να διαμορφώσουν το μέλλον των Αμερικανορωσικών σχέσεων.