Το πρώτο τρίμηνο του 2017 είχαμε τις ολλανδικές εκλογές. Το δεύτερο, τις γαλλικές. Το βασικό πολιτικό γεγονός στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου θα είναι οι γενικές εκλογές στη Γερμανία. Όμως, σε αντίθεση με τις άλλες εκλογές, οι γερμανικές που έχουν προγραμματιστεί για τις 24 Σεπτεμβρίου δεν αποτελούν άμεσο κίνδυνο για το πολιτικό και οικονομικό status quo της ευρωζώνης, κυρίως διότι οι Γερμανοί ευρωσκεπτικιστές είναι αδύναμοι και τα μετριοπαθή πολιτικά κόμματα είναι πιθανό να παραμείνουν στην εξουσία. Ωστόσο, οι γερμανικές εκλογές θα είναι εξίσου κρίσιμες για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση καθυστερημένων πολιτικών, οικονομικών και θεσμικών αποφάσεων στο μπλοκ.
Οι διεκδικητές της κυβέρνησης που θα πρέπει να παρακολουθούμε είναι η συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), της οποίας ηγείται η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), του οποίου ηγείται ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μάρτιν Σουλτς. Τα κόμματα αυτά επί του παρόντος συγκυβερνούν, όμως θα αναζητήσουν συμμαχίες με μικρότερα κόμματα μετά τον Σεπτέμβριο, με αποτέλεσμα οι μικρές πολιτικές δυνάμεις όπως το κεντροδεξιό Κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), οι Πράσινοι και το αριστερό Die Linke να αποτελούν «κλειδί» για τον σχηματισμό της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης. Το αντιμεταναστευτικό και ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πιθανότατα θα μπει στην Bundestag -την κάτω Βουλή της Γερμανίας- για πρώτη φορά στις εκλογές αυτές, όμως το κόμμα πιθανότατα θα αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό συνασπισμών.
Ο περασμένος ενάμισης χρόνος είχε έντονες διακυμάνσεις για τα κύρια πολιτικά κόμματα της Γερμανίας. Η δημοφιλία της Μέρκελ μειώθηκε σημαντικά μεταξύ του τέλους του 2015 και των αρχών του 2016, όταν πολλοί Γερμανοί ψηφοφόροι επέκριναν την απόφασή της να ανοίξει τα σύνορα της χώρας για εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο. Την ίδια ώρα, η δημοφιλία του AfD άγγιξε επίπεδα-ρεκόρ, λόγω των μεταναστευτικών φόβων.
Μέχρι τις αρχές του 2017, η δημοφιλία του SPD επίσης αυξήθηκε σημαντικά μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Σουλτς για τις εκλογές.
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, το πολιτικό κλίμα επανήλθε στα «κανονικά» του επίπεδα. Το CDU εμφανίζει και πάλι ισχυρές επιδόσεις και το «φαινόμενο Σουλτς» φαίνεται πως έχει ξεφτίσει. Εν τω μεταξύ, το AfD αντιμετωπίζει επανειλημμένως εσωτερικές κρίσεις και έχει αποπροσανατολιστεί τώρα που η μετανάστευση δεν αποτελεί πλέον πιεστικό ζήτημα για τους ψηφοφόρους. Μια αξιοσημείωτη εξέλιξη είναι η ανάκαμψη του FDP στις δημοσκοπήσεις. Στο παρελθόν ήταν το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας και έχει συμμετάσχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς τόσο με το CDU όσο και με το SPD. Μετά την αποτυχία του 2013 να μπει στην Bundestag, το FDP μπορεί και πάλι να καθορίσει τις εξελίξεις.
Αναλόγως του εκλογικού αποτελέσματος, οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού θα μπορούσαν να διαρκέσουν βδομάδες, αν όχι μήνες. Το 2013 για παράδειγμα, χρειάστηκαν τρεις μήνες για να γίνει η διαπραγμάτευση και να εγκριθεί από τα κόμματα ο κυβερνητικός συνασπισμός. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένας συνασπισμός του οποίου θα ηγείται το CDU μπορεί να χρειαστεί ένα μόνον ακόμα κόμμα (ενδεχομένως το FDP), ενώ ένας συνασπισμός του οποίου θα ηγείται το SPD θα χρειαστεί τουλάχιστον τρία. Και ενώ ένας ακόμα «μεγάλος συνασπισμός» δεν θα αποτελεί προτεραιότητα για το CDU και το SPD, ωστόσο τα κόμματα μπορεί να μην έχουν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν τη συμμαχία τους.
Η ευρωπαϊκή πολιτική
Το CDU και το SPD, άλλωστε, έχουν σημαντικά διαφορετικές απόψεις ως προς το πώς θα πρέπει να διοικήσουν τη Γερμανία. Προτεραιότητα των Συντηρητικών είναι η διατήρηση ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Οι Προοδευτικοί υπόσχονται να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, και τα δύο κόμματα υπερασπίζονται την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη συμμετοχή της Γερμανίας στην ευρωζώνη και την ανάγκη για μια ισχυρή γαλλο-γερμανική συμμαχία. Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τις γαλλικές εκλογές και τις ισχυρές επιδόσεις των γαλλικών αντικαθεστωτικών κομμάτων, οι γερμανικές εκλογές δεν αποτελούν άμεση απειλή για το μέλλον του μπλοκ.
Όμως, αν και οι γερμανικές εκλογές δεν θα αλλάξουν τη συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές δομές, ωστόσο θα έχουν σημαντική επίπτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά από μια δεκαετία κρίσης, το μπλοκ αξιολογεί για μια ακόμα φορά έναν νέο γύρο θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Πολλές θα έχουν στόχο την «ολοκλήρωση» της ευρωζώνης, με εισαγωγή πολιτικών που θα ενισχύσουν την ευρωζώνη και θα την προετοιμάσουν ώστε να αντιμετωπίσει καλύτερα μελλοντικές κρίσεις. Όμως η μεταρρύθμιση της ευρωζώνης είναι αμφιλεγόμενη και εκθέτει τις διαφορές μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης.
Ένας κυβερνητικός συνασπισμός που θα περιλαμβάνει το CDU και το FDP πιθανότατα θα ήταν πιο απρόθυμος να αποδεχθεί μέτρα διαμοιρασμού του ρίσκου στην ευρωζώνη, όπως η έκδοση ευρωομολόγων, η αύξηση των πανευρωπαϊκών επενδυτικών σχεδίων ή η δημιουργία ενός μηχανισμού κοινών εγγυήσεων για τις τράπεζες στην ευρωζώνη. Ένας κεντροδεξιός συνασπισμός θα ήταν επιφυλακτικός στο να ενδώσει σε τέτοιες απαιτήσεις, που θα προέρχονταν από χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Ένας κεντροαριστερός συνασπισμός υπό την ηγεσία του SPD, αντιθέτως, θα ήταν καλοδεχούμενος στη Μεσογειακή Ευρώπη, καθώς θα άνοιγε την πόρτα για τις πολιτικές εκείνες υπέρ των οποίων τάσσεται η περιοχή αυτή. Όπως και να έχει, η επόμενη κυβέρνηση στο Βερολίνο θα αποδεχθεί πολιτικές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τον πλούτο της Γερμανίας μόνο αν ως αντάλλαγμα πάρει μεγαλύτερο ευρωπαϊκό έλεγχο επί των οικονομιών της Νότιας Ευρώπης.
Η εξωτερική πολιτική
Ταυτόχρονα, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει τις πολιτικές της αναφορικά με τις ΗΠΑ. Ο Λευκός Οίκος θέλει η Γερμανία να μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα με τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θέλει επίσης το Βερολίνο να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες 2% του ΑΕΠ (οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας ανέρχονται αυτή τη στιγμή στο 1,2% του ΑΕΠ). Ένας κεντροδεξιός συνασπισμός πιθανότατα θα συνέχιζε να υπερασπίζεται το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, συνδέοντάς το με την αποδοτικότητα των γερμανικών εξαγωγών και υποστηρίζοντας πως το Βερολίνο δεν ελέγχει την αξία του ευρώ. Όμως θα ήταν πιο πρόθυμο να καθησυχάσει τις ΗΠΑ αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες, αρκετά μέλη του CDU έχουν πει πως η Γερμανία πρέπει να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό.
Μια κεντροαριστερή κυβέρνηση πιθανότατα θα έκανε το αντίθετο: πιθανότατα θα προσπαθούσε να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και να αυξήσει τον ελάχιστο μισθό, που θεωρητικά θα οδηγούσε σε αύξηση των εισαγωγών και μικρότερο εμπορικό πλεόνασμα. Την ίδια ώρα, θα προσπαθούσε να αντισταθεί στις πιέσεις να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ. Αν και το CDU είναι πρόθυμο να προσεγγίσει με πραγματισμό την προεδρία Τραμπ, ωστόσο η ιδεολογία του SPD καθιστά πιθανότερες τις τριβές με τον Αμερικανό πρόεδρο, καθώς το κεντροαριστερό εκλογικό σώμα τηρεί ιδιαίτερα επικριτική στάση έναντι του Λευκού Οίκου.
Η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα έχει επίσης να αποφασίσει τι είδους σχέση θέλει να έχει με τη Ρωσία. Το SPD τείνει να είναι πιο υποστηρικτικό απ’ ό,τι το CDU στη διατήρηση στενών σχέσεων με τη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως καγκελάριου, ο πρώην ηγέτης του SPD, Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005) συμπεριφέρθηκε στη Ρωσία ως στρατηγικό εταίρο, με βάση την ανάγκη της Γερμανίας για ρωσική ενέργεια και την ανάγκη της Ρωσίας για γερμανικές επενδύσεις και τεχνολογία. Εκείνη την περίοδο εγκρίθηκε ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream, που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Από τότε που επιβλήθηκαν κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω των γεγονότων στην Ουκρανία, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ και ο πρώην αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (και οι δυο από το SPD), έχουν συμβουλεύσει να παραμείνουν ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας με τη Μόσχα και έχουν προειδοποιήσει κατά της λήψης αποφάσεων που θα προκαλούσαν άσκοπα τη Ρωσία. Ο Γκάμπριελ έχει επίσης υπερασπιστεί ανοικτά το έργο της επέκτασης του αγωγού Nord Stream, το Nord Stream II.
Όμως το CDU δεν είναι ιδεολογικά κατά της βελτίωσης των σχέσεων της Γερμανίας με τη Ρωσία. Άλλωστε, η Μέρκελ ήταν αυτή που τάχθηκε κατά της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ πριν από μια δεκαετία, κατανοώντας πόσο ευαίσθητο είναι αυτό το θέμα για τη Ρωσία, και αυτή που πίεσε να συνεχιστεί το έργο Nord Stream. Όπως το SPD, έτσι και το CDU πιέζεται από τους επιχειρηματικούς τομείς που θέλουν να επαναληφθούν οι εξαγωγές προς τη Ρωσία και από εταιρείες, κυρίως του ενεργειακού τομέα, που θέλουν να συμμετέχουν σε κοινά projects με ρωσικές εταιρείες.
Ασχέτως του ποιος θα κυβερνήσει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η Γερμανία θα βασίσει την πολιτική της για τη Ρωσία σε τρεις τουλάχιστον παράγοντες. Ο πρώτος είναι η εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο και τους επιχειρηματικούς δεσμούς. Ο δεύτερος είναι η ανάγκη του Βερολίνου να καθησυχάσει χώρες όπως η Πολωνία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Εσθονία για τη δέσμευσή του όσον αφορά στην ασφάλειά τους. Ο τρίτος είναι η κοινή γνώμη της Γερμανίας, ένα σημαντικό μέρος της οποίας επί του παρόντος επικρίνει τη Ρωσία, ιδιαίτερα σε θέματα όπως η Ουκρανία και οι ισχυρισμοί για εμπλοκή στις εκλογές σε χώρες της ΕΕ. Μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν το FDP ή οι Πράσινοι θα μπορούσε να επηρεάσει επίσης τις πολιτικές του Βερολίνου, διότι τα κόμματα αυτά στέκονται επικριτικά έναντι των ενεργειακών δεσμών με τη Ρωσία.
Ραντεβού τον Σεπτέμβρη
Καθώς η Γερμανία εισέρχεται σε προεκλογικό mode, πολλές αποφάσεις στην Ευρώπη έχουν αναβληθεί. Όμως όταν η Γερμανία αποκτήσει τη νέα της κυβέρνηση, τα θέματα αυτά -όπως η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και η μεταρρύθμιση της ευρωζώνης- θα πρέπει να αποφασιστούν. Τα περισσότερα μέλη της ΕΕ βιώνουν και πάλι οικονομική ανάπτυξη. Τα χρόνια των επειγόντων χρηματοοικονομικών αποφάσεων πέρασαν.
Όμως, τα πολιτικά ερωτήματα παραμένουν. Οι μετριοπαθείς δυνάμεις έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την εξουσία σε μια κρίσιμη εκλογική χρονιά για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως οι υποβόσκουσες τριβές μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης και μεταξύ της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης θα πρέπει να διευθετηθούν, αν θέλει το μπλοκ να αρχίσει να επουλώνει τις πληγές του μετά από μια δεκαετία κρίσης.