Η Συνθήκη του Μάαστριχτ -που ουσιαστικά καθόρισε την ευρωπαϊκή ενοποίηση όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα- υπεγράφη στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, στην ομώνυμη ολλανδική πόλη. Τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του 1993 και μέχρι σήμερα αποτελεί τη βαθύτερη αναμόρφωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση από ίδρυσής της, το 1957.
Η Συνθήκη καθιέρωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους τρεις πυλώνες της: ένα κοινοτικό μέρος, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη-μέλη εκχωρούν εθνικά προνόμια σε υπερεθνικούς θεσμούς και δύο διακυβερνητικά μέρη, στο πλαίσιο των οποίων οι εθνικές κυβερνήσεις διατηρούν την εξουσία, αλλά πρέπει να λαμβάνουν ομόφωνα αποφάσεις. Ο κοινοτικός πυλώνας επικεντρώνεται κυρίως, αλλά όχι απολύτως, σε οικονομικά ζητήματα, ενώ οι δύο διακυβερνητικοί πυλώνες επικεντρώνονται στην εξωτερική πολιτική, στη δικαιοσύνη και στα εσωτερικά ζητήματα.
Η Συνθήκη έθεσε επίσης τα θεμέλια για την ευρωζώνη και εισήγαγε οικονομικές απαιτήσεις για τη συμμετοχή στη νομισματική περιοχή. Θεσμοθετήθηκε επίσης η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, που τηρείται μαζί με την εθνική ιθαγένεια, δίνοντας στους κατόχους το δικαίωμα να κινούνται, να διαμένουν και να εργάζονται ελεύθερα οπουδήποτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και το δικαίωμα να ψηφίζουν και να θέτουν υποψηφιότητα για ευρωπαϊκά και δημοτικά αξιώματα.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελεί προϊόν της εποχής της. Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η επανένωση της Γερμανίας ανάγκασε τους Ευρωπαίους ηγέτες να αναμορφώσουν πολιτικά και οικονομικά την Ευρώπη. Η ευρωζώνη, για παράδειγμα, δομήθηκε για να συνθέσει πιο στενά τις χώρες μεταξύ τους -ιδιαίτερα τη Γερμανία και τη Γαλλία-, σε μια πολιτική, χρηματοοικονομική και νομισματική ένωση που θα μείωνε τις πιθανότητες ενός ακόμα πολέμου στη Δυτική Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, οι επαναπροσδιορισμένοι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα αναζωογονούσαν το μπλοκ και θα προσέλκυαν νέα μέλη από την πρώην Σοβιετική περιφέρεια.
Ωστόσο, πολλές από τις προβλέψεις της Συνθήκης έχουν αμφισβητηθεί την τελευταία δεκαετία. Χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν επικρίνει τις δημοσιονομικές απαιτήσεις, υποστηρίζοντας πως «πνίγουν» την ανάπτυξη σε περιόδους οικονομικών κρίσεων. Οι ευρωσκεπτικιστικές ομάδες θέλουν οι χώρες τους να φύγουν τελείως από την ευρωζώνη, ενώ άλλοι θέλουν να περιορίσουν τη δυνατότητα των πολιτών της ΕΕ να ζουν και να εργάζονται ελεύθερα εντός του μπλοκ. Επιπλέον, πολλές κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις θέλουν να αποδυναμώσουν τον έλεγχο που έχουν οι Βρυξέλλες και να επιστρέψουν πολλές εξουσίες λήψης αποφάσεων στις εθνικές κυβερνήσεις.
Το 2017 σηματοδοτεί την 25η επέτειο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αλλά και τη χρονιά που πολλές από τις αρχές του εγγράφου θα αμφισβητηθούν. Οι εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις ετοιμάζονται για τις εκλογές σε διάφορες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποσχόμενες να μεταρρυθμίσουν, ή ακόμα και να καταργήσουν πολλούς από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αν κερδίσουν.