Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται υπό αμφισβήτηση από τότε που ξεκίνησε η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, πριν από σχεδόν μια δεκαετία. Όμως τα ερωτήματα για τον δρόμο της ΕΕ έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, καθώς η Ελλάδα έφτασε κοντά στην αποχώρηση από την ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατά τους ευρωσκεπτικιστές, η πτώση του μπλοκ είναι θέμα χρόνου, ενώ οι φιλοευρωπαίοι τονίζουν πως η ΕΕ είναι μη αναστρέψιμη.
Ωστόσο, όπως όλες οι πολιτικές δημιουργίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα στιγμιαίο οικοδόμημα στην απεραντοσύνη της Ιστορίας. Κάποια μέρα θα εξαφανιστεί και θα αντικατασταθεί από άλλες οντότητες, ή θα συνεχίσει να υφίσταται μόνο κατ' όνομα, με εμφάνιση και λειτουργία τελείως διαφορετικές από την Ευρωπαϊκή Ένωση του σήμερα. Είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς πότε ακριβώς θα συμβεί αυτή η μεταμόρφωση, ή πόσο θα διαρκέσει η διαδικασία.
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες ενδείξεις ως προς το πώς θα προκύψει μια νέα Ευρώπη και, ίσως σημαντικότερο, ποιος θα είναι ο παράγοντας της αλλαγής. Αν μη τι άλλο, η τρέχουσα κρίση αποτελεί υπενθύμιση ότι παρά τις προσπάθειες δεκαετιών για αποδυνάμωσή του, το έθνος-κράτος παραμένει η ισχυρότερη πολιτική μονάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και, καθώς θα αναδύεται από τα ερείπια του τελευταίου πειράματος για ενοποίηση, θα παίξει κρίσιμο ρόλο στη χαρτογράφηση της πορείας της Ευρώπης στη συνέχεια.
Μια ανομοιογενής Ένωση
Δεν είναι όλα τα μέλη της ΕΕ ίσα. Για παράδειγμα, η αποχώρηση ενός κράτους-μέλους της ευρωζώνης ενέχει πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για το υπόλοιπο σύστημα απ' ό,τι η αποχώρηση μιας χώρας που δεν είναι μέλος της ευρωζώνης. Η προοπτική αποχώρησης της Ελλάδας από την ευρωζώνη το 2015 ήταν πιθανότατα πιο τρομακτική για τη Γαλλία και τη Γερμανία απ' ό,τι η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από το μπλοκ. Βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές για την ΕΕ, όμως ένα Grexit θα είχε ταράξει άμεσα τα χρηματοοικονομικά θεμέλια ολόκληρης της ευρωζώνης. Αντιθέτως, οι επιπτώσεις του Brexit θα είναι πιο σταδιακές.
Ομοίως, η στήριξη προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς διαφέρει από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center, το 72% των Πολωνών βλέπουν θετικά την ΕΕ, ενώ την ίδια άποψη έχουν μόνο το 38% των Γάλλων. Εν τω μεταξύ, το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο έδειξε πως η στήριξη προς την ευρωζώνη ανέρχεται σε 82% στο Λουξεμβούργο, αλλά μόλις σε 54% στην Ιταλία.
Ο ευρωσκεπτικισμός που σαρώνει την Ευρώπη λαμβάνει διαφορετικές μορφές σε διάφορες χώρες: το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας τάσσεται υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το ιταλικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων ζητά εγκατάλειψη της ευρωζώνης μόνο. Την ίδια ώρα, τα μετριοπαθή πολιτικά κόμματα ζητούν όλο και περισσότερο τον τερματισμό της ελεύθερης μετακίνησης εργατών και την επαναφορά των συνοριακών ελέγχων, αν και επιμένουν στη διατήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εν μέσω αυτών των ποικίλων αιτημάτων και αντιμετωπίζοντας την προοπτική ενός Grexit και ενός Brexit, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγκάζεται να εξετάσει τη διαδικασία αποχώρησης από την ένωση και αν οι χώρες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν μέλη σε ορισμένα μόνο κομμάτια του μπλοκ.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τη διάσωση της Ελλάδας πέρυσι, ορισμένες χώρες υποστήριξαν πως η αποχώρηση από την ευρωζώνη σημαίνει και αποχώρηση από την ΕΕ, άλλοι όμως πρότειναν τρόπους ώστε να φύγει η Αθήνα από τη νομισματική ένωση αλλά να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα χρόνο αργότερα, η ίδια συζήτηση γίνεται για τη Βρετανία. Αρκετά μέλη της ΕΕ έχουν πει πως η πρόσβαση της χώρας στην εσωτερική αγορά της ΕΕ έχει κάποιο τίμημα -κυρίως την αποδοχή εργαζομένων από την ΕΕ- ενώ άλλοι φαίνονται πιο ανοικτοί στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Ασχέτως της εξέλιξης των διαπραγματεύσεων μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών τα επόμενα χρόνια, στο τέλος θα υπάρξει ένας «οδικός χάρτης» για την αποχώρηση από το μπλοκ, τον οποίον θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και άλλα μέλη ως «οδηγό» για τη δική τους αποχώρηση.
Βεβαίως, αυτό δημιουργεί ένα άλλο ερώτημα: γιατί να θέλουν οι χώρες να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις δομές της; Και πάλι, η απάντηση εξαρτάται από το μέλος. Ορισμένες κυβερνήσεις, είτε με τη στήριξη δημοψηφίσματος είτε με κοινοβουλευτική έγκριση, ίσως επιλέξουν εθελοντική αποχώρηση. Μελέτες δείχνουν πως το βρετανικό δημοψήφισμα ίσως δεν θα είναι το τελευταίο αυτού του είδους. Από την άλλη πλευρά, κάποιες κυβερνήσεις ίσως αναγκαστούν να αποχωρήσουν από το μπλοκ, αν καταστεί πολιτικά ή οικονομικά αδύνατο να δεχθούν τους όρους που συνοδεύουν τη συνέχιση της συμμετοχής τους στο μπλοκ. Άλλοι όμως μπορεί να αποχωρήσουν καθώς θα διαλύονται οι οντότητες στις οποίες ανήκουν, είτε ως αποτέλεσμα συναινετικής απόφασης είτε λόγω μιας υπαρξιακής κρίσης.
Πιθανότητες και συνέπειες
Το ποιες χώρες θα επιλέξουν να απαρνηθούν τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τους θεσμούς της, θα καθορίσει και τη μοίρα του μπλοκ. Η ΕΕ πιθανότατα θα μπορούσε να αντέξει μια αποχώρηση της Κροατίας, όμως δεν θα επιβίωνε από μια αποχώρηση της Γαλλίας. Επίσης, η φυγή μιας μεμονωμένης και μικρής οικονομίας δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ΕΕ, όμως μια συντονισμένη έξοδος αρκετών κρατών σίγουρα θα το έκανε.
Τις πιθανότητες ορισμένων χωρών να αποχωρήσουν από την ΕΕ θα επηρεάσουν και ορισμένοι πολιτικοί και γεωγραφικοί παράγοντες. Ένας μεγάλος ευρωσκεπτικιστικός λαός θα μπορούσε να πιέσει την κυβέρνησή του να φύγει από την ΕΕ, ή να ενθαρρύνει τους πολιτικούς να πράξουν κάτι τέτοιο προκειμένου να αυξήσουν τα ποσοστά δημοφιλίας τους.
Χώρες με ισχυρές οικονομίες ή χώρες που βρίσκονται σε στρατηγικές θέσεις στην Ευρώπη θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματά τους για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη συμφωνία εξόδου, ή συναινέσεις από την πλευρά των Βρυξελλών προκειμένου να παραμείνουν στο μπλοκ. Από την άλλη, οι πιο αδύναμες οικονομίες έχουν λιγότερες επιλογές, καθώς πιθανότατα θα είναι η πρώτη απώλεια στην περίπτωση που προκύψει νέα κρίση στην ΕΕ.
Γενικά, τα μέλη της ΕΕ μπορούν να χωριστούν σε τέσσερις κατηγορίες χωρών, με βάση την πιθανότητα και τις συνέπειες της αποχώρησής τους από την Ένωση:
Οι outsiders
Σε αυτούς περιλαμβάνονται χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που δεν είναι μέλη της ευρωζώνης.
Πολλές από τις χώρες αυτές θεωρούν την ΕΕ ως ένα «σύμφωνο» μεταξύ κρατών που θα πρέπει να παραμείνουν κυρίαρχα (όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία), ενώ άλλα κράτη (όπως η Τσεχία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία) εκφράζουν παρόμοιο σκεπτικισμό για την ευρωζώνη και τις προτάσεις για αύξηση των εξουσιών των Βρυξελλών. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οι χώρες αυτές είναι πρόθυμες να εγκαταλείψουν το μπλοκ, καθώς λαμβάνουν βοήθεια και επιδοτήσεις από την ΕΕ και θεωρούν τη συμμετοχή τους στην ΕΕ ως δρόμο για τον εκσυγχρονισμό των οικονομιών τους και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αλλά και ως «προστασία» έναντι της ρωσικής επιθετικότητας. Ωστόσο, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δεν θα διστάσουν να διεκδικήσουν τα εθνικά τους δικαιώματα και να ταχθούν υπέρ πιο αδύναμων ευρωπαϊκών θεσμών.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, η αντιευρωπαϊκή ρητορική να ενισχύσει τις εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις στην περιοχή, «στριμώχνοντας» τις κυβερνήσεις ώστε να λάβουν αποφάσεις που ίσως είναι αντίθετες από τους στρατηγικούς τους στόχους.
Η εύθραυστη περιφέρεια
Αντιθέτως, οι χώρες της ευρωπεριφέρειας τείνουν να υποστηρίζουν τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, παρά το ότι είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων οικονομιών του μπλοκ. Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία εξαρτώνται από τις επιδοτήσεις και τα αναπτυξιακά κεφάλαια της ΕΕ και θα συνεχίσουν να στηρίζουν την ιδέα της ενοποίησης, αρκεί αυτό να σημαίνει οικονομική βοήθεια προς αυτές. Η ευρωπεριφέρεια είχε παράπονα με την ΕΕ, όμως τα περισσότερα από αυτά εμφανίστηκαν με την οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόστηκαν. Τα κράτη του ευρωνότου μπορεί να φύγουν από την ευρωζώνη κάποια στιγμή, αν όμως το κάνουν, πιθανότατα θα είναι ως απάντηση σε μια απρόσμενη κρίση, αντί για μια σχεδιασμένη απόφαση.
Οι συνασπισμένοι
Όσο περισσότερο αυξάνεται ο ευρωσκεπτικισμός στον οικονομικό και πολιτικό πυρήνα της ΕΕ, τόσο πιο επικίνδυνο θα είναι αυτό για το μπλοκ. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Αυστρία, η Φινλανδία και η Ολλανδία, είναι ορισμένα από τα πιο πλούσια και δημοσιονομικά πειθαρχημένα μέλη της ευρωζώνης. Τα κράτη αυτά θέλουν να προστατεύσουν τον εθνικό τους πλούτο από τη Νότια Ευρώπη και έχουν ισχυρά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα που θέλουν να υπερασπιστούν την εθνική τους κυριαρχία έναντι των παρεμβάσεων των θεσμών της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, έχουν κίνητρο να προστατεύσουν τις αγορές τους στο εξωτερικό -οι περισσότερες από τις οποίες ανήκουν στην ΕΕ- λόγω της εξάρτησης των οικονομιών τους από το εμπόριο.
Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης τείνουν να συντονίζουν τις κινήσεις τους με τους γείτονές τους και με τις μεγαλύτερες δυνάμεις και είναι πιο πιθανό να πιέσουν συλλογικά για μεταρρύθμιση της Ευρώπης ή για δημιουργία περιφερειακών μπλοκ, απ' ό,τι είναι να ρισκάρουν την απομόνωσή τους αν ενεργήσουν μονομερώς. Στη Βόρεια Ευρώπη ήδη γίνεται συζήτηση για σχηματισμό μιας «βόρειας ευρωζώνης» ή μιας «βόρειας Σένγκεν» και χώρες όπως η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία -που εντάχθηκαν στην ΕΕ και την ευρωζώνη για προστασία έναντι της Ρωσίας- θα μπορούσαν να γίνουν μέρος μιας βόρειας συμμαχίας, στην περίπτωση που διαλυθεί η ευρωζώνη.
Οι «μεγάλοι τρεις»
Αν το έθνος-κράτος είναι ο παράγοντας που θα οδηγήσει στον μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε στην πρώτη γραμμή θα βρεθούν Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία. Η Ιταλία, ιστορικά, βλέπει την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως μέσο για να «δεθεί» με τους εύπορους βόρειους γείτονές της και να διατηρήσει την ενότητα της χώρας. Όμως, την τελευταία δεκαετία έχει αυξηθεί ο ευρωσκεπτικισμός στη χώρα, λόγω της εκτίναξης του χρέους και της πολιτικής αστάθειας στην Ιταλία.
Έτσι, η Ιταλία είναι μια από τις χώρες που θεωρείται πιθανότερο να απειλήσουν με έξοδο, προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες. Όμως, το «κλειδί» για το μέλλον της ΕΕ το κρατούν Γαλλία και Γερμανία, καθώς ακόμα και η υπόνοια εξόδου είτε της μιας είτε της άλλης χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή την ευρωζώνη, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μαζική διαρθρωτική ανατροπή. Το παράδοξο, στην περίπτωση Γαλλίας και Γερμανίας, είναι πως, ενώ για στρατηγικούς λόγους χρειάζονται να διατηρήσουν το ενωμένο μέτωπό τους, από την άλλη πλευρά, τα εθνικά συμφέροντά τους συνεχίζουν να απομακρύνουν τη μί από την άλλη.
Στην παρούσα φάση, το να υπάρξει συναίνεση για τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουν στη συνέχεια είναι σχεδόν αδύνατο για τα κράτη μέλη της ΕΕ. Για να ενωθούν ακόμα περισσότερο, τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να κάνουν συμβιβασμούς σε θέματα που είναι υπερβολικά σημαντικά ώστε να κάνουν πίσω.
Η εναλλακτική επιλογή, δηλαδή η αντιστροφή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κερδίζει έδαφος, όμως συνοδεύεται με την πραγματική πιθανότητα να οδηγήσει στην πλήρη αποσύνθεση του μπλοκ.
Τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μια μέση οδό, επιλέγοντας να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, όμως ακόμα και η αδράνεια μπορεί να έχει τίμημα και να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα μελλοντικά.