Από τότε που η Δημοκρατία της Τουρκίας έγινε μια πολυκομματική συνταγματική δημοκρατία το 1946, οι κυβερνητικοί θεσμοί της έχουν χρησιμοποιηθεί ως πελατειακά εργαλεία σε ένα εξαιρετικά πολωμένο πολιτικό σύστημα. Η επίπονη διαδικασία της επανασύνταξης του Τουρκικού Συντάγματος προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τα κόμματα να χρησιμοποιήσουν τους Τουρκικούς πολιτικούς θεσμούς προκειμένου να προωθήσουν την ατζέντα τους. Κάποιες φορές, οι ατζέντες αυτές συγκλίνουν.
Το Σύνταγμα του 1982, για παράδειγμα, εν πολλοίς σχεδιάστηκε γύρω από τις διάφορες προστασίες για τον στρατό. Όμως, τα χρόνια που ακολούθησαν την υιοθέτησή του, τα πολιτικά κόμματα έχουν στηρίξει τον κοινό στόχο της αναθεώρησης των προστασιών αυτών προκειμένου να μην ολισθήσει το δημοκρατικό σύστημα της Τουρκίας σε στρατιωτικό νόμο.
Το κυβερνών Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) έχει μετατρέψει την τροποποίηση του συντάγματος, το οποίο θεωρεί υπερβολικά κηδεμονικό, σε αυτοσκοπό του κατά την διάρκεια των περίπου 15 ετών που βρίσκεται στην εξουσία. Τώρα, ο αέρας του συμβιβασμού που υπερισχύει μεταξύ των τριών βασικών κομμάτων της Τουρκίας –του AKP, του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και του Κόμματος του Εθνικιστικού Κινήματος (MHP)- από τότε που έγινε η απόπειρα πραξικοπηματος, θα βοηθήσει ώστε να υλοποιηθούν ορισμένες συνταγματικές τροποποιήσεις, ιδιαίτερα οι αλλαγές εκείνες που αυξάνουν τον πολιτικό έλεγχο στον στρατό ή που ενισχύουν την εθνική ασφάλεια. Ωστόσο, η διαδικασία αναπόφευκτα θα «εγκλωβιστεί» στα «αγκάθια» του πελατειακού συστήματος της Τουρκίας.
Αλλαγές «παντός καιρού»
Το Σύνταγμα της Τουρκίας έχει υποστεί 17 μεγάλες τροποποιήσεις από το 1982. Κατά την διάρκεια που βρίσκεται στην εξουσία, το AKP έχει αναλάβει το έργο της προώθησης περισσότερων τροποποιήσεων προκειμένου να ενισχύσει τις εξουσίες του. Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι προσπάθειες της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν γίνει ο μεγαλύτερος παράγοντας που επέτρεψε την υλοποίηση των συνταγματικών μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών του AKP, καθώς το ζήτημα ένωνε όλα τα κόμματα της χώρας.
Συντάσσοντας αρκετές τροποποιήσεις με βάση τις απαιτήσεις της Ευρώπης για περισσότερες προσωπικές ελευθερίες στην Τουρκία, το AKP πέτυχε αρκετούς στόχους. Οι τροποποιήσεις όπως αυτή που ανέτρεπε την απαγόρευση χρήσης ορισμένων γλωσσών στα μέσα ενημέρωσης (μια καλυμμένη προσπάθεια του 1982 ώστε να παραμείνουν υπό έλεγχο τα κουρδικά συμφέροντα) ικανοποίησε τα κοσμικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Άλλες, όπως η τροποποίηση που έδινε τη δυνατότητα να δικάζεται στρατιωτικό προσωπικό σε πολιτικά δικαστήρια για εγκλήματα που τελέστηκαν εκτός υπηρεσίας, υπονόμευσαν την κυριαρχία των βασισμένων στον στρατό θεσμών, αίροντας έτσι ένα εμπόδιο στον δρόμο του AKP προς την μεγαλύτερη εξουσία.
Το 2010, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πρότεινε μια σειρά τροποποιήσεων-σταθμών που επικεντρώνονται στις δικαστικές αλλαγές και, σε μικρότερο βαθμό, άρουν την προστασία των αξιωματικών του στρατού που θεωρείται ότι εμπλέκονται σε πραξικοπήματα. Καθώς η ένταξη στην ΕΕ παρέμενε στόχος (αν και μακρινός) για όλο το πολιτικό φάσμα, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις συνέχισαν να βασίζονται στις συστάσεις της ΕΕ. Στη πραγματικότητα όμως, η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ λειτούργησε ως μια βολική δικαιολογία ώστε το AKP να εξασφαλίσει την πολιτική εξουσία επί του στρατού και να διασφαλίσει πως δεν θα παρέμβει στην προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να ενισχύσει τις εξουσίες του.
Καθώς το AKP προσπάθησε να περιορίσει τον κοσμικό, στρατιωτικό έλεγχο με τη σειρά των τροποποιήσεών του, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το CHP, είδε μια ευκαιρία να διατηρήσει τη δική του εξουσία. Όπως και το AKP, το CHP τάσσεται υπέρ των συνταγματικών προβλέψεων για την αποτροπή απόπειρας πραξικοπημάτων από τον στρατό. Ακόμα και έτσι, το κόμμα αντιμετώπισε δυσκολίες με την διάβρωση του στρατού, που στο ενδιάμεσο είχε εξυπηρετήσει ως ένας σημαντικός σύμμαχος ενώ παράλληλα είχε προσφέρει άμυνα κατά του ισλαμικού πολιτικού συστήματος το οποίο φοβόταν ότι επιδίωκε το AKP.
Παρά τις αποκλίσεις στην πολιτική τους, τα τέσσερα μεγάλα τουρκικά κόμματα εκείνης της περιόδου –AKP, CHP, MHP και το Κόμμα της Ειρήνης και της Δημοκρατίας (ο προκάτοχος του σημερινού HDP)- μοιράζονταν την επιθυμία να διατηρήσουν την αυτονομία τους ως πολιτικά κόμματα. Αυτός ο κοινός στόχος τους ένωσε σε ορισμένες από τις τροποποιήσεις του 2010, όπως η πρόταση που είχε σχεδιαστεί για την προστασία των πολιτικών κομμάτων από τη διάλυσή τους από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Όμως αυτή η συμφωνία δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των δυο τρίτων που απαιτούνταν για να περάσουν πολλές άλλες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Η συναίνεση, που πάντα αποτελούσε «αγκάθι» στην Τουρκία, ήταν δύσκολο να επιτευχθεί μεταξύ διαφορετικών κομμάτων, και οι αλλαγές τέθηκαν τότε σε δημοψήφισμα. Οι Τούρκοι ψηφοφόροι ενέκριναν το δημοψήφισμα με μεγάλη διαφορά, περνώντας σειρά συνταγματικών τροποποιήσεων που αύξησαν το μέγεθος και την αντιπροσώπευση στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο της Τουρκίας και ήραν την δικαστική προστασία για τους ηγέτες πραξικοπημάτων.
Σήμερα, η ανακατανομή της εξουσίας του τουρκικού δικαστικού συστήματος παραμένει στο επίκεντρο του «συνταγματικού μίνι πακέτου» που βρίσκεται υπό εξέταση, όμως η ένταξη στην ΕΕ δεν αποτελεί πλέον βασικό κίνητρο. Αν και οι διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένουν εντός τροχιάς, και αν και η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, όσο τεταμένες και αν είναι οι σχέσεις, εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ, οι τελευταίες τροποποιήσεις προωθούνται στο όνομα τις εθνικής ασφάλειας. Την Άνοιξη, κοινοβουλευτική επιτροπή που απαρτίζονταν από εκπροσώπους και των τεσσάρων βασικών κομμάτων, συνεδρίασε για να συζητήσει την κατάρτιση νέου συντάγματος.
Όμως οι απαιτήσεις του AKP για μετατροπή της Τουρκικής κυβέρνησης σε ένα προεδρικό σύστημα –προοπτική στην οποία αντιτίθενται τα κόμματα της αντιπολίτευσης καθώς φοβούνται ότι θα οδηγούσε σε ένα πιο αυταρχικό καθεστώς- στέκονται εμπόδιο στις διαπραγματεύσεις.
Μια σπάνια ευκαιρία
Στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος, τα περισσότερα κύρια πολιτικά κόμματα της Άγκυρας έχουν κάνει μια σπάνια επίδειξη ενότητας. Οι ηγέτες του CHP και του MHP συναντήθηκαν με τον Ερντογάν λίγες ημέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Στις 7 Αυγούστου, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Τούρκοι –περιλαμβανομένων των εκπροσώπων και των τριών κομμάτων- συμμετείχαν σε μια εθνικιστική τελετή στην Κωνσταντινούπολη στην οποία απαγορεύτηκαν όλα τα κομματικά διακριτικά. Αν και η ενότητα που επιδεικνύεται σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις δεν σηματοδοτεί μια σημαντική πολιτική ευθυγράμμιση για τα εμπλεκόμενα κόμματα, ωστόσο δείχνει πως το AKP ίσως έχει την σπάνια ευκαιρία να ενεργήσει με μεγαλύτερη στήριξη από την αντιπολίτευση.
Ακόμα και πριν την εξέγερση, οι πολιτικοί της Άγκυρας κινούνταν προς μια συμφωνία, χάρη στην «αναβαθμονόμιση» της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Το CHP από καιρό επέκρινε την εξωτερική πολιτική του AKP, χαρακτηρίζοντάς την ριψοκίνδυνη, κατηγορώντας το κυβερνών κόμμα ότι βύθισε την Τουρκία σε περιφερειακούς πολέμους και ότι «προσκάλεσε» την αντιπαράθεση με το Ισλαμικό Κράτος.
Τώρα όμως η Τουρκία έχει αλλάξει τακτική, επαναπροσεγγίζοντας τη Ρωσία και το Ισραήλ και ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με το Ιράν. Η Άγκυρα προσπαθεί να ομαλοποιήσει κάπως τις σχέσεις με την κυβέρνηση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσσαντ την ώρα που εισέρχεται στα σύνορα της Συρίας, ελπίζοντας να βάλει τέλος στον πόλεμο στη χώρα προς όφελος της Τουρκίας. Μεταξύ των αντιπάλων του Ερντογάν, η νέα αυτή προσέγγιση έχει βοηθήσει ώστε να δημιουργηθεί μια συναίνεση για τις πιθανές συνταγματικές αλλαγές και επίσης θα εξομαλύνει τα εμπόδια που μπορεί να προκύψουν στον δρόμο της Τουρκίας καθώς θα μεγαλώνει την εμπλοκή της εκτός συνόρων.
Όμως οι προσπάθειες του AKP να δημιουργήσει συναίνεση έχουν περιορισμούς. Το κυβερνών κόμμα φαίνεται να προχωράει με το πακέτο μεταρρυθμίσεών του χωρίς τη συμβολή του κουρδικού αντιπολιτευτικού κόμματος HDP, το οποίο δεν προσκλήθηκε καν στις συναντήσεις και τις τελευτές ενότητας που πραγματοποιήθηκαν μετά το πραξικόπημα. Όταν το AKP ήρθε για πρώτη φορά στην εξουσία, και ακόμα και κατά το δημοψήφισμα του 2010 για τις τροποποιήσεις στο σύνταγμα, το κόμμα εξαρτιώταν από την ψήφο των Κούρδων. Καθώς συνεχίζεται η μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους πέραν των συνόρων της όμως, η Τουρκία αισθάνεται να απειλείται περισσότερο από την κουρδική εξέγερση στο έδαφός της.
Ο προεξέχων ρόλος των Κούρδων στις προσπάθειες κατά του Ισλαμικού Κράτους έχει ενδυναμώσει τις παν-κουρδικές δυνάμεις στην περιοχή. Αν και οι ομάδες απέχουν πολύ από το να μπορέσουν να σχηματίσουν ανεξάρτητα κράτη, ωστόσο η απειλή δεν είναι λιγότερο ανησυχητική για τα κράτη εκείνα που έχουν σημαντικές Κουρδικές μειονότητες, όπως η Τουρκία.
Με το να επικεντρώνει την προσοχή στην εθνική ασφάλεια στις τελευταίες προτεινόμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις, το AKP απευθύνεται στο εθνικιστικό αίσθημα του δεξιού MHP και του κεντροαριστερού CHP. Έτσι, το κυβερνών κόμμα όχι μόνο περιορίζει την Κουρδική αυτονομία στην Τουρκία, αλλά παράλληλα διασφαλίζει τη στήριξη των κύριων κομμάτων της αντιπολίτευσης για την ατζέντα του.
Τώρα που η Κουρδική απειλή έχει επιστρέψει δριμύτερη στην τουρκική πολιτική, το CHP, που κάποτε τηρούσε ουδέτερη στάση στο θέμα της επίλυσης της κουρδικής εξέγερσης, τείνει λιγότερο να στηρίξει την ειρηνευτική διαδικασία με τους Κούρδους. Φυσικά, το να μπουν πολιτικά στο περιθώριο οι Κούρδοι, ίσως εντείνει τα προβλήματα ασφάλειας της Τουρκίας βραχυπρόθεσμα. Σημειώνεται πως το PKK είναι ύποπτο για την απόπειρα δολοφονίας του επικεφαλής του CHP στις 25 Αυγούστου.
Σημεία διαφωνίας
Εκτός του ότι ένωσε τα κύρια πολιτικά κόμματα της Τουρκίας, η απόπειρα πραξικοπήματος ξεκίνησε και μια διαμάχη για ορισμένες πτυχές της Τουρκικής διακυβέρνησης, μεταξύ των οποίων η επαναφορά της θανατικής ποινής και η αύξηση της επίβλεψης στον στρατό. Ασχέτως του ασυνήθιστου κλίματος στην Άγκυρα, οι συνταγματικές τροποποιήσεις για αυτά τα αμφιλεγόμενα θέματα θα είναι δύσκολο να περάσουν. Από τη στιγμή που ακόμα και οι ηγέτες του AKP διχάζονται ως προς την θανατική ποινή, είναι εξαιρετικά απίθανο το κυβερνών κόμμα να προσπαθήσει να επαναφέρει την εσχάτη των ποινών με τη μορφή νόμου. Άλλωστε, η επαναφορά της θανατικής ποινής θα μείωνε ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες της Τουρκίας να εκδοθεί ο Φετουλά Γκιουλέν –τον οποίον η Τουρκία κατηγορεί ως «εγκέφαλο» της απόπειρας πραξικοπήματος- από τις ΗΠΑ. Επίσης, θα εκτροχίαζε τις φιλοδοξίες της χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή ένωση. Ωστόσο, το κόμμα έχει εγείρει το ζήτημα σε διαδηλώσεις πρόσφατα, προκειμένου να «ερεθίσει» το εθνικιστικό αίσθημα.
Ακόμα πιο δύσκολο θέμα για το AKP, το CHP και το MHP είναι η επέκταση της πολιτικής εποπτείας του στρατού. Καθώς το πρόσφατο πραξικόπημα ήταν το πρώτο στην Τουρκία που κατεστάλη από πολίτες, τα κύρια πολιτικά κόμματα της χώρας ενδιαφέρονται να διατηρήσουν αυτόν τον έλεγχο επί του στρατού. Όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ανησυχούν για μια ακούσια αποδυνάμωση του στρατού, θα «πολεμήσουν» τις προσπάθειες του AKP να φέρει τους στρατιωτικούς θεσμούς στη σφαίρα επιρροής του προέδρου.
Μια πιο αποδεκτή λύση για την αντιπολίτευση θα ήταν οι θεσμοί όπως η υπηρεσία πληροφοριών και οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων να υπόκειται σε μεγαλύτερο πολιτικό έλεγχο, «περνώντας», για παράδειγμα, τον έλεγχό τους στο υπουργείο Εσωτερικών. Η μεταφορά του ελέγχου της ακτοφυλακής και της χωροφυλακής στο υπουργείο Εσωτερικών -όπως συμβούλεψε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο σε συνεδρίαση της 28ης Ιουλίου- δεν εκτιμάται ότι θα είναι τόσο δύσκολη.
Παρά τα σημαντικά κόστη του πραξικοπήματος, το πνεύμα του συμβιβασμού που αυτό ενέπνευσε στα τρία βασικά πολιτικά κόμματα της Τουρκίας θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της κυβέρνησης στις προσπάθειές της να τροποποιήσει το σύνταγμα. Ακόμα και έτσι όμως, το κυβερνών κόμμα θα αντιμετωπίσει εμπόδια στην πορεία.
Η πελατειακή πολιτική της Τουρκίας καθιστά τους θεσμούς αδύναμους και επιρρεπείς σε πολιτική εκμετάλλευση και μονοπώληση. Αν και οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που ο πρόεδρος και το κόμμα του προωθούν έχουν σχεδιαστεί για να ενισχύσουν τους θεσμούς της Τουρκίας, ωστόσο, θα μπορούσαν και αυτές να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ανταγωνιστικές πολιτικές ατζέντες.