Το δημοψήφισμα για το Brexit και οι επιπτώσεις του θα είναι ένα από τα ζητήματα τα οποία θα παρακολουθούνται στενότατα το επόμενο τρίμηνο. Αν και υπήρξε η πιο εμφανής επιβεβαίωση της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο η 1η Μαΐου του 2004 ήταν η ημέρα που «έσπειρε τους σπόρους» της αποχώρησης του Λονδίνου.
Την ημέρα εκείνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέταξε δέκα χώρες -την Τσεχία, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, την Πολωνία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, τη Μάλτα και την Κύπρο- στους κόλπους της.
Αποτέλεσε την επιτομή μιας εποχής πρωτοφανούς επέκτασης της ΕΕ και τίμησε την υπόσχεση για ευημερία που «πούλησε» το ευρωπαϊκό project σε τόσες χώρες που ήταν πρόθυμες να το «αγοράσουν», ιδιαίτερα οι χώρες εκείνες που για δεκαετίες ελέγχονταν από τη Σοβιετική Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πλέον είχε δέκα επιπλέον μέλη, το καθένα από τα οποία είχε τις δικές του πολιτικές προτεραιότητες, τη δική του εθνική ταυτότητα, τους δικούς του νόμους, τις δικές του οικονομικές αρρυθμίες και μεθόδους αντιμετώπισής τους. Η ένταξή τους δημιούργησε διαφορές που πολύ απλά δεν μπορούσαν να επιλυθούν, διότι καμία χώρα δεν μπορεί να αναμένεται να υποτάξει τη δική της ευημερία στην ευημερία μιας άλλης χώρας.
Δώδεκα χρόνια μετά, το Ηνωμένο Βασίλειο -μια χώρα μοναδική όχι μόνο λόγω της συμμετοχής της στην ΕΕ αλλά και λόγω της «χλιαρότητας» με την οποία εντάχθηκε στο μπλοκ- ψήφισε να φύγει παντελώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν πάντα ξεκάθαρο πως θα ήταν μεταξύ των πρώτων μελών της ΕΕ που θα έφευγε, έστω και αν δεν ήταν ξεκάθαρο το πότε ακριβώς θα επέλεγε να το κάνει. Όμως θα φύγει, και οι επόμενοι τρεις μήνες θα είναι δύσκολοι καθώς η Βρετανία θα προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και καθώς ένας γενικότερος «αέρας» αβεβαιότητας θα δημιουργεί πρόβλημα τόσο στη βρετανική οικονομία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα.
Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ο «εφιάλτης» της Γερμανίας. Τα μέλη από κάθε γωνιά της Ένωσης θα υποβάλουν προτάσεις ως προς το πώς να αναδιοργανωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τα αντίστοιχα συμφέροντά τους. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα αυξήσουν τις δαπάνες τους και θα πιέσουν για βαθύτερη χρηματοοικονομική ενοποίηση, προκειμένου να «γιατρέψουν» τις διαρθρωτικές «πληγές» τους. Η Πολωνία και η Ουγγαρία θα ηγηθούν ενός μπλοκ ανατολικών χωρών που θα προσπαθήσουν να «επαναπατρίσουν» τα δικαιώματά τους από τις Βρυξέλλες. Η Γερμανία θα προσπαθήσει να επικεντρώσει τις προτάσεις της στις μη αμφιλεγόμενες πτυχές της ενοποίησης, όπως η ασφάλεια και η δημιουργία θέσεων εργασίας, προκειμένου να δώσει έστω την εντύπωση πως η Ένωση παραμένει Ένωση, όμως η κυβέρνηση στο Βερολίνο θα πιεστεί ώστε να βάλει αυστηρότερα όρια στη χρηματοοικονομική βοήθεια προς τα πιο «άσωτα» μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς βαθαίνει ο διχασμός και κλιμακώνεται ο οικονομικός πανικός, η Ολλανδία θα «τραβήξει» σταδιακά τη Γερμανία μακριά από τη Γαλλία και τη νότια «ζώνη».
Η Ρωσία είναι μια από τις λίγες χώρες που μπορεί να «ευχαριστηθεί» από τον κατακερματισμό της Ευρώπης. Άλλωστε, η Μόσχα μπορεί να χαλαρώσει έτσι πιο αποτελεσματικά την οικονομική πίεση που της ασκείται, να προωθήσει οικονομικές συμφωνίες και να περιορίσει τον «εναγκαλισμό» της περιφέρειάς της από τη Δύση, όταν η Ευρώπη είναι διχασμένη και αποπροσανατολισμένη. Η Ρωσία πάντα ήθελε να εκμεταλλευτεί την εμπλοκή της στη Συρία, προκειμένου να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση με τις ΗΠΑ. Αυτό το τρίμηνο, η Μόσχα θα έχει κάποιον βαθμό επιτυχίας στο να «τραβήξει» την Ουάσινγκτον σε έναν διάλογο, καθώς οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν τα εμπόδια στη μάχη στη Συρία κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ο Λευκός Οίκος θα χρησιμοποιήσει την κοινή απειλή του Ισλαμικού Κράτους προκειμένου να συνεχίσει η Ρωσία να εμπλέκεται σε ζητήματα τακτικής, όμως θα αποφύγει να κάνει μεγαλύτερες υποχωρήσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, και το Κρεμλίνο δεν μπορεί να «βγάλει» και πολλά από τον Λευκό Οίκο σε προεκλογική περίοδο.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ θα βασιστούν στην πρόσφατη συμφιλίωση Τουρκίας-Ρωσίας προκειμένου να μην υπάρξουν ατυχήματα στο πεδίο μάχης, κάτι που θα καταλήξει να δίνει στην Τουρκία μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων, προκειμένου να αντισταθμίσει την κουρδική επέκταση στη Βόρεια Συρία.
Στις αγορές ενέργειας δεν αναμένεται κάποια σημαντική αλλαγή αυτό το τρίμηνο. Η παραγωγή πετρελαίου του Ιράν θα αυξηθεί με βραδύτερο ρυθμό απ' ό,τι το πρώτο εξάμηνο του έτους. Παράλληλα, ενώ κάποια μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου μπορεί να αυξήσουν μέτρια την παραγωγή τους τους θερινούς μήνες της υψηλής ζήτησης, ωστόσο το μπλοκ εξακολουθεί να περιμένει για μια σταδιακή διόρθωση της αγοράς, με την αμερικανική παραγωγή να βρίσκεται σε πτώση. Η παραγωγή πετρελαίου από τη Νιγηρία επίσης θα παραμείνει ασταθής, καθώς η κυβέρνηση της χώρας έχει να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις στην περιοχή του Δέλτα του Νίγηρα.
Στο μεταξύ, θα συνεχίσει η αστάθεια στα χρηματιστήρια, καθώς ο κόσμος θα πρέπει να αντιμετωπίσει το Brexit. Η ανατίμηση του γεν και του δολαρίου θα πιέσουν πτωτικά το γουάν, όμως το Πεκίνο εξακολουθεί να έχει τρόπους να διαχειριστεί τον ρυθμό της μείωσης. Οι προσπάθειές του να μειώσει τη βιομηχανική υπερπαραγωγή στην Κίνα θα είναι περιορισμένες καθώς οι τοπικές κυβερνήσεις περιμένουν να υλοποιηθούν οι υποσχέσεις της κεντρικής κυβέρνησης για βοήθεια στην αναπροσαρμογή. Η οικονομική κατάσταση της Κίνας ίσως είναι στάσιμη, όμως η πολιτική της κατάσταση δείχνει μεγαλύτερη κινητικότητα, και η μάχη εξουσίας που βρίσκεται κάτω από αυτή την κινητικότητα θα είναι κάτι που θα πρέπει να παρακολουθήσουμε το γ' τρίμηνο.
Σε ό,τι αφορά στη Λατινική Αμερική, στη Βραζιλία αναμένεται να τελειώσει το «σίριαλ» της καθαίρεσης αυτό το τρίμηνο και η χώρα να προχωρήσει στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας προκειμένου να περιοριστούν οι δαπάνες. Εν τω μεταξύ, οι οικονομικές δυνάμεις θα πιέσουν τη Βραζιλία και την Αργεντινή τουλάχιστον να αρχίσουν να συζητούν τη χαλάρωση των εμπορικών περιορισμών στη Mercosur. Όμως οι διαπραγματεύσεις θα παραμείνουν σε επίπεδο ρητορικής για τους επόμενους μήνες, καθώς η Βραζιλία θα προσπαθεί να ολοκληρώσει τη διαδικασία καθαίρεσης και καθώς η Αργεντινή θα προσπαθεί να εξισορροπήσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με την κοινωνική σταθερότητα.
Δεν βοηθά την κατάσταση το γεγονός ότι του μπλοκ προεδρεύει η Βενεζουέλα, η οποία έχει τα δικά της σοβαρά προβλήματα να λύσει.