Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Wall Street: Ημέρες ”dotcoms” για IPO

Από τις 84 δημόσιες εγγραφές που έχουν πραγματοποιηθεί μέσα στο 2007 στις ΗΠΑ, οι εταιρείες σε ποσοστό περίπου 46% ήταν μη κερδοφόρες τη στιγμή της δημόσιας εγγραφής τους. Το ίδιο συνέβαινε και την περίοδο της μεγάλης έκρηξης των τεχνολογικών μετοχών, όταν οι επενδυτές αγόραζαν χωρίς μεγάλη προσοχή τα -τότε- ”τεχνολογικά διαμάντια”. Ωστόσο κρίνεται θετικό το γεγονός ότι οι εταιρείες που προχωρούν σε αρχικές εγγραφές δεν ανήκουν σε έναν μόνο κλάδο όπως συνέβη με τους κλάδους της Νέας Οικονομίας.

Wall Street: Ημέρες ”dotcoms” για IPO
του Στέφανου Κορέλλη

Τις χρηματιστηριακές πιένες της Νέας Οικονομίας και του Nasdaq θυμίζει το υψηλό ενδιαφέρον των εταιρειών να προχωρήσουν σε δημόσιες εγγραφές στις αγορές των ΗΠΑ.

Μέχρι τώρα συνολικά οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν αντλήσει από την είσοδό τους στο χρηματιστήριο περί τα 21,2 δισ. δολάρια.

Οι αναλυτές θεωρούν ότι η σημερινή κατάσταση μοιάζει με την περίοδο που κατέληξε στη ”φούσκα του Διαδικτύου”, με χαρακτηριστικότερο όλων το στοιχείο ότι σχεδόν οι μισές εταιρείες που εισήχθησαν στο χρηματιστήριο από τις αρχές του έτους αποδείχθηκαν μη κερδοφόρες.

Το ίδιο συνέβαινε και την περίοδο της μεγάλης έκρηξης των τεχνολογικών μετοχών, όταν οι επενδυτές αγόραζαν χωρίς μεγάλη προσοχή τα -τότε- ”τεχνολογικά διαμάντια”, που τελικά κατέρρευσαν υπό το άγος των υψηλών προσδοκιών που χτίστηκαν σε σαθρά θεμέλια.

Ταυτόχρονα, το έντονο ενδιαφέρον για δημόσιες εγγραφές έχει συμβάλει στην εκρηκτική αύξηση των κερδών των χρηματιστηριακών αγορών, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά διεθνώς.

Αντίθετα, το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί τη σημερινή περίοδο από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 είναι ότι φέτος οι εταιρείες που προχωρούν σε δημόσιες εγγραφές δεν προέρχονται μόνο από τους κλάδους της Νέας Οικονομίας (κυρίως από την τεχνολογία και τις τηλεπικοινωνίες), αλλά από διάφορους κλάδους.

Πιο προσεκτικοί οι επενδυτές

Με βάση τα στοιχεία της εταιρείας μελετών Sageworks, από τις 84 δημόσιες εγγραφές που έχουν πραγματοποιηθεί μέσα στο 2007 στις ΗΠΑ, οι εταιρείες σε ποσοστό περίπου 46% ήταν μη κερδοφόρες τη στιγμή της δημόσιας εγγραφής τους.

Η εταιρεία μελετών αναφέρει ότι είναι το μεγαλύτερο ποσοστό από το 2000, όταν το 71% από τις συνολικά 406 εταιρείες που εισήχθησαν στο χρηματιστήριο δεν ήταν κερδοφόρο. Μάλιστα, το σημερινό ποσοστό ξεπερνά τα αντίστοιχα ποσοστά κατά τα έτη που οδήγησαν στη ”φούσκα”.

Την τελευταία τριετία της δεκαετίας του ’90 και πριν από το σκάσιμο της ”φούσκας του Διαδικτύου”, περί το 40% - 45% των αρχικών δημόσιων εγγραφών γινόταν από εταιρείες που δεν ήταν κερδοφόρες.

Βέβαια, ενθαρρυντικό κρίνεται το γεγονός ότι οι επενδυτές δεν κινούνται με την ορμή της εποχής του Διαδικτύου. Χαρακτηριστικά, τα στοιχεία της Thomson Financial δείχνουν ότι η μέση αρχική δημόσια εγγραφή φέτος παρουσίασε αύξηση της τάξης του 10,2% κατά την πρώτη ημέρα της διαπραγμάτευσης. Ταυτόχρονα, η πορεία των εταιρειών που εισήχθησαν μέσα στο 2007 είναι κερδοφόρα κατά μέσο όρο 13,8%.

Τα στοιχεία αυτά απέχουν πολύ από τα τέλη του ’90, όταν οι μετοχές των νέων εγγραφών γίνονταν ανάρπαστες, παρουσιάζοντας αύξηση πάνω από 100% στο αποκορύφωμα της χρηματιστηριακής έξαρσης του Νasdaq.

Ποικιλία... κλάδων

Από την άλλη πλευρά, οι αναλυτές κρίνουν θετικά το γεγονός ότι οι εταιρείες που προχωρούν σε αρχικές εγγραφές δεν ανήκουν σε έναν μόνο κλάδο, ο οποίος βρίσκεται σε άνθηση, όπως συνέβη με τους κλάδους της Νέας Οικονομίας.

Χαρακτηριστικά, από τις αρχές του έτους έως σήμερα οι τρεις μεγαλύτεροι τομείς, οι οποίοι εκπροσωπούν συνολικά το 50% των νέων εγγραφών, είναι των χρηματοοικονομικών, της βιοτεχνολογίας και της ενέργειας.

Προκύπτει δηλαδή ότι μόνο οι εταιρείες της βιοτεχνολογίας, που είχαν μείνει πίσω σε σχέση με την έκρηξη των άλλων κλάδων της νέας τεχνολογίας και οι οποίες έχουν περάσει ένα έντονο διάστημα αμφισβήτησης από τους επενδυτές, βρίσκονται ψηλά στην κατάταξη των δημόσιων εγγραφών. Αντίθετα, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το 62% από τις εταιρείες που είχαν εισαχθεί στο χρηματιστήριο ανήκε σε τεχνολογικούς κλάδους.

Σήμερα οι κλάδοι που ηγούνται των δημόσιων εγγραφών είναι της Παλαιάς Οικονομίας, γεγονός που ερμηνεύεται από τη μεγάλη ρευστότητα αλλά και από τις άμυνες που χρειάζονται οι εταιρείες για να μείνουν ισχυρές και να ”παίξουν” στο παιχνίδι των deals.

Μεγάλες αξίες στις μη εισηγμένες εταιρείες

Η εισαγωγή στο χρηματιστήριο δεν είναι πανάκεια, προσφέρει όμως τα εχέγγυα για αύξηση στις κερδοφορίες και ανάπτυξη μέσω των νέων επενδύσεων.

Πληθώρα εταιρειών μεγάλης αξίας βρίσκεται μακριά από τις κεφαλαιαγορές, παρουσιάζοντας όμως πολλές φορές αδυναμία να ανταποκριθεί στους κανόνες εταιρικής διοίκησης και ανάπτυξης, που εφαρμόζονται από τις εισηγμένες εταιρείες.

Το τελευταίο διάστημα πολλές μη εισηγμένες -όχι όμως τα μεγαθήρια- βρίσκονται στο στόχαστρο των ιδιωτικών κεφαλαίων (private equity).

Επίσης, η ισχυρή ανάπτυξη χωρών όπως η Κίνα, η Ινδία και άλλων από τη Λατινική Αμερική έδωσε την ευκαιρία σε κρατικά μονοπώλια και σε οικογενειακές επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, με αποτέλεσμα να πάψουν να θεωρούνται οι ”φτωχοί συγγενείς”.

Ειδικότερα, έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία συμβούλων McKinsey σε συνεργασία με την έγκριτη εφημερίδα ”Financial Times” αποκάλυψε ότι οι 150 μεγαλύτερες μη εισηγμένες εταιρείες διεθνώς απασχολούν περίπου 13 εκατ. άτομα, τη στιγμή που οι 150 εισηγμένες απασχολούν 19 εκατ. άτομα. Προκύπτει δηλαδή ότι ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου κεφαλαίου βρίσκεται εκτός χρηματιστηρίων.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με υπολογισμούς των ερευνητών, οι 150 μη εισηγμένες θα είχαν συνολική αξία 7 τρισ. δολάρια εάν ήταν στο χρηματιστήριο το 2005, δηλαδή σχεδόν τη μισή χρηματιστηριακή αξία από τις 150 μεγαλύτερες εισηγμένες.

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη εταιρεία του κόσμου, η πετρελαϊκή Saudi Aramco, δεν είναι εισηγμένη, αλλά η αξία της υπολογίζεται στα 781 δισ. δολάρια, δηλαδή είναι περίπου κατά 80% μεγαλύτερη από τη χρηματιστηριακή αξία της αμερικανικής πετρελαϊκής Εxxon Mobil. Βέβαια, η περίπτωση της σαουδαραβικής εταιρείας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη φιλοσοφία της λειτουργίας των μη εισηγμένων εταιρειών.

Οι αναλυτές θεωρούν ότι οι ισχυρές μη εισηγμένες εταιρείες έχουν κρατηθεί μακριά από τα χρηματιστήρια διότι θέλουν να διατηρήσουν τον έλεγχο των πόρων τους. Η ουσία είναι ότι οι εταιρείες αυτές συνδέονται με το κράτος, εάν δεν είναι απολύτως ελεγχόμενες από αυτό. Το γεγονός αυτό είναι ουσιαστικά και πηγή προβλημάτων και τροχοπέδη για την ανάπτυξή τους.

Ενδεικτικά, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους πηγαίνει κατευθείαν στα κρατικά ταμεία, αφού οι εταιρείες αυτές λειτουργούν ως μηχανές παραγωγής χρήματος. Ταυτόχρονα, δεν επενδύουν μέρος των εσόδων τους, όπως οφείλουν να κάνουν οι εισηγμένες επιχειρήσεις. Επιπλέον, συχνές είναι οι πιέσεις που δέχονται οι διοικήσεις των εταιρειών από τις κυβερνήσεις, ενώ σε κάθε στρατηγική απόφαση οι διευθύνοντες σύμβουλοι είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπ’ όψιν το πολιτικό σκηνικό και τους πολιτικούς στόχους της κυβέρνησης.

* Αναδημοσίευση από το φύλλο 482 της εφημερίδας ”ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ”, 15-19/6/2007.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v