Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Alpha: Ανάλυση για ανταγωνισμό και επιτόκια

Τα θέματα της σχέσης του ανταγωνισμού με τα τραπεζικά επιτόκια και τον πληθωρισμό αλλά και το πώς επηρεάζει το ρυθμιστικό περιβάλλον την πορεία διαφόρων παραγωγικών κλάδων αναλύει η Alpha Bank στο Τριμηνιαίο Οικονομικό Δελτίο (Απρίλιος 2007).

Alpha: Ανάλυση για ανταγωνισμό και επιτόκια
Τα θέματα της σχέσης του ανταγωνισμού με τα τραπεζικά επιτόκια και τον πληθωρισμό αλλά και το πώς επηρεάζει το ρυθμιστικό περιβάλλον την πορεία διαφόρων παραγωγικών κλάδων αναλύει η Alpha Bank στο Τριμηνιαίο Οικονομικό Δελτίο (Απρίλιος 2007).

Αναλυτικότερα η ένταξη στη ΖτΕ συνέβαλε στη συγκράτηση του πληθωρισμού της Ελλάδος σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που επικρατούσαν στη χώρα κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Παρόλα αυτά, την περίοδο 2000-2007 ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή διαμορφώνεται σε σχετικά υψηλά επίπεδα αποκλίνοντας από αυτόν της Ζώνης του Ευρώ.

Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι παράγοντες που διαμορφώνουν αυτή τη διαφορά και διαπιστώνεται ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα:

α) Του υψηλότερου ρυθμού αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας που συνδυάζεται με υψηλό ρυθμό πιστωτικής επεκτάσεως και με πολύ υψηλές καθαρές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό. Τα δεδομένα αυτά επιτρέπουν τη μεγάλη αύξηση των μισθολογικών αμοιβών και των κερδών, συμπεριλαμβανομένων των (σε μεγάλο βαθμό αφορολόγητων) αμοιβών των πάσης φύσεως ελευθέρων επαγγελμάτων που είναι γενικά προστατευμένα από τον διεθνή ανταγωνισμό. Η συνεπαγόμενη αυξημένη εγχώρια ζήτηση κατευθύνεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό σε μη εμπορεύσιμα προϊόντα ασκώντας αυξητική πίεση στις τιμές τους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις άλλες χώρες της ΖτΕ.

β) Του υψηλού ρυθμού αυξήσεως του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ως αποτέλεσμα της αυξήσεως των μισθολογικών αμοιβών κατά κεφαλήν με ρυθμό υψηλότερο από τον ρυθμό αυξήσεως της παραγωγικότητας. Οι επιχειρήσεις μετακυλύουν ένα μέρος του αυξημένου κόστους στις τελικές τιμές των προϊόντων συμβάλλοντας στη διατήρηση του υψηλότερου πληθωρισμού στην Ελλάδα (πληθωρισμός κόστους).

γ) Του υψηλότερου (από τον πληθωρισμό) ρυθμού αυξήσεως των τιμών πολλών υπηρεσιών που προσφέρονται από τις ΔΕΚΟ. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται σε σημαντικό βαθμό και στην προσπάθεια που γίνεται για εξυγίανση της λειτουργίας των ΔΕΚΟ και για μείωση των υψηλών λειτουργικών τους ελλειμμάτων, ή για αποκατάσταση υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών σε κάποιες αγορές με μείωση ή κατάργηση του κρατικού παρεμβατισμού.

Βεβαίως, πολλές φορές η καταγραφόμενη αύξηση της τιμής μίας υπηρεσίας μπορεί να υπερ-αντισταθμίζεται από τη σημαντική βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητάς της. Επιπλέον, η αύξηση της τιμής μιας υπηρεσίας μπορεί να αντιπροσωπεύει απλώς την αντικατάσταση του ρουσφετιού (π.χ. για είσοδο σε ένα κρατικό νοσοκομείο), ή/και της πληρωμής ”κάτω από το τραπέζι” (π.χ., της αμοιβής του Ιατρού για μια εγχείρηση) με την διαφανή καταβολή από το χρήστη του πραγματικού κόστους της υπηρεσίας.

Ο υψηλότερος πληθωρισμός στην Ελλάδα από τον ισχύοντα στις άλλες χώρες της ΖτΕ αποτελεί μία πρώτη ένδειξη της σταδιακής χειροτερεύσεως της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Όμως, στον βαθμό που ο αυξημένος πληθωρισμός οφείλεται στους παράγοντες της παραγράφου (γ) ανωτέρω, δεν μπορεί να λεχθεί ότι αποτελεί ένδειξη μειώσεως της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για τον λόγο αυτό ο ρυθμός αυξήσεως του ΔΤΚ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ικανοποιητικός δείκτης για την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι μισθοί και οι πάσης φύσεως κρατικές παροχές αυξάνονται στην Ελλάδα με πολύ υψηλότερο ρυθμό από ότι στις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ και επί πλέον το ότι οι αυξήσεις μισθών σε μικροοικονομικό επίπεδο χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά χαμηλό βαθμό συσχετίσεως με την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων σε ατομικό και τομεακό επίπεδο.

ΑΓOΡΑ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚO ΠΛΑΙΣΙO: ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΚΡΩΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ!

Ο ανταγωνισμός είναι ο βασικός κινητήριος μοχλός της αναπτύξεως και της βελτιώσεως της κοινωνικής ευημερίας στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες που λειτουργούν με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Η ελεύθερη αγορά, βέβαια, δεν εξασφαλίζει πάντοτε την ανάπτυξη ικανοποιητικών ανταγωνιστικών συνθηκών όπως επίσης, υπάρχει ανάγκη κρατικής παρεμβάσεως για κάλυψη των δυσμενών επιπτώσεων στην κοινωνική ευημερία που προκύπτουν από τη λειτουργία μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών καταστάσεων σε σημαντικές αγορές ή από τη μεγάλη ασυμμετρία πληροφορήσεως για τα χαρακτηριστικά πολλών προϊόντων και τις συνθήκες που επικρατούν σε βασικές αγορές.

Εντούτοις, οι ανάγκες για αποτελεσματική κρατική παρέμβαση σε συγκεκριμένους κλάδους σε καμία περίπτωση δεν συνηγορούν υπέρ πολιτικών που οδηγούν σε συνθήκες εξαλείψεως κάθε έννοιας ανταγωνισμού από παρόχους, εντός ή εκτός του κρατικού τομέα, όπως, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει με την προσφορά υπηρεσιών αποκλειστικά από το κράτος στον τομέα της εκπαιδεύσεως, της υγείας, των μεταφορών και της κοινωνικής ασφαλίσεως.

Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται το ανταγωνιστικό και ρυθμιστικό περιβάλλον για διάφορους παραγωγικούς κλάδους και κλάδους παροχής υπηρεσιών και οικονομικής και κοινωνικής υποδομής στην Ελλάδα.

Διαπιστώνεται ότι πολλοί από αυτούς τους κλάδους επιβαρύνονται ακόμη και σήμερα με συνθήκες κρατικής παρεμβάσεως και προστατευτισμού ανάλογες με εκείνες που επικρατούσαν στις τηλεπικοινωνίες και τον χρηματοοικονομικό τομέα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ενώ σε άλλους κλάδους το ισχύον πλαίσιο λειτουργίας περιορίζει δραστικά τη λειτουργία του ανταγωνισμού.

Επομένως, η μεταρρύθμιση του ανταγωνιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου της χώρας για την ενίσχυση των ανταγωνιστικών συνθηκών θα πρέπει να αρχίσει από αυτούς τους κλάδους με: α) την αποκατάσταση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στους τομείς της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, των αστικών συγκοινωνιών και της ενέργειας, β) το άνοιγμα των ελεύθερων επαγγελμάτων στον ανταγωνισμό, γ) την αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο τομέα, δ) την εκλογίκευση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας φαρμακείων, ε) την κατάργηση των ενορχηστρωμένων από το κράτος εναρμονισμένων πρακτικών στους τομείς του ωραρίου των καταστημάτων και των περιόδων εκπτώσεων, κ.ά..

Επισημαίνεται ότι η απελευθέρωση της αγοράς υπηρεσιών από τον κρατικό παρεμβατισμό έχει προχωρήσει ουσιαστικά σε κάποιους βασικούς τομείς, όπως οι τράπεζες και οι τηλεπικοινωνίες, με σημαντικά οφέλη για τους καταναλωτές.

Γενικά, η ανάγκη για ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στις βασικές αγορές της χώρας μας είναι σήμερα εξαιρετικά μεγάλη και επίσης απορρέει και από την υποχρέωσή της να εφαρμόζει αποτελεσματικά τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που αφορούν την προστασία της υγείας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος αλλά και την αποτελεσματική ενημέρωση των καταναλωτών.

Είναι φανερό ότι η αποκατάσταση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, όπου αυτό είναι δυνατό, συνεπάγεται πολύ περισσότερα οφέλη από την απλή μείωση των τιμών και τη βελτίωση της ποιότητας ενός συγκεκριμένου προϊόντος (αγαθού ή υπηρεσίας) για τον καταναλωτή.

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜOΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΕΠΙΤOΚΙΑ: ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΕΝΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΘOΥΣ!

Το παρόν άρθρο παρουσιάζει και εξηγεί τις διαφορές που παρατηρούνται στις διάφορες κατηγορίες επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων στην Ελλάδα από τα αντίστοιχα της Ζώνης του Ευρώ. Από την ανάλυση προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

α) Τα ομοειδή επιτόκια λιανικών καταθέσεων στην Ελλάδα είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα επιτόκια στις περισσότερες χώρες της ΖτΕ, παρά το γεγονός ότι το λειτουργικό κόστος και οι κίνδυνοι αγοράς που αναλαμβάνουν οι τράπεζες στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερα από ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ το ποσοστό των εσόδων τους από προμήθειες είναι συγκριτικά πολύ χαμηλότερο. Όσον αφορά το μέσο επιτόκιο καταθέσεων, αυτό είναι αποτέλεσμα της προτιμήσεως των εγχώριων αποταμιευτών να τοποθετούν τις αποταμιεύσεις τους κατά κύριο λόγο σε καταθέσεις ταμιευτηρίου και της υψηλής αξιολογήσεως των σημαντικών υπηρεσιών που προσφέρονται μέσω των λογαριασμών ταμιευτηρίου, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στις χώρες της ΖτΕ όπου οι καταθέτες προτιμούν περισσότερο τις υψηλότερες αποδόσεις των καταθέσεων προθεσμίας.

β) Το επιτόκια χορηγήσεων για στεγαστικά δάνεια διαμορφώνονται σήμερα στα ίδια επίπεδα με τα αντίστοιχα ομοειδή επιτόκια στις χώρες της ΖτΕ παρά τους υψηλότερους κινδύνους και τα υψηλότερα κόστη που συνεπάγεται στην ελληνική αγορά η χρονοβόρος και περίπλοκη διαδικασία διακριβώσεως της κυριότητας ακινήτων, καθώς και το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο που αφορά τη διαδικασία εισπράξεως των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων.

γ) Τα μέσα επιτόκια χορηγήσεων για διάφορες κατηγορίες καταναλωτικών δανείων εμφανίζονται υψηλότερα στην Ελλάδα, αντανακλώντας τον χαμηλότερο βαθμό καλύψεώς τους με εμπράγματες εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις και την αποτελεσματικότερη διαδικασία ρευστοποιήσεως αυτών των εξασφαλίσεων και εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων στις χώρες της ΖτΕ από ό,τι στην Ελλάδα. Αντικατοπτρίζουν επίσης και τη σχετικά υψηλή προτίμηση των δανειζομένων στην Ελλάδα για χρήση, σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι σε άλλες χώρες, σχετικά υψηλότοκων μορφών δανεισμού (π.χ., μέσω πιστωτικών καρτών).

δ) Τα μέσα επιτόκια χορηγήσεων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν συγκλίνει στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επιτόκια.

ε) Τα επιτόκια χορηγήσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕς) είναι υψηλότερα στην Ελλάδα, αντανακλώντας το μικρότερο μέγεθος και την χαμηλότερου επιπέδου οργανωτική δομή αυτών των επιχειρήσεων στη χώρα μας, τον χαμηλότερο βαθμό πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών ΜΜΕ, καθώς και τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πλαισίου λειτουργίας του θεσμού της τραπεζικής πίστεως.

Συνολικά, τα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίων που παρατηρούνται σε ορισμένες κατηγορίες δανείων αντικατοπτρίζουν τον υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο και το υψηλότερο λειτουργικό κόστος των τραπεζών στην Ελλάδα και όχι την έλλειψη ανταγωνισμού.

Η σχετικά υψηλή σημερινή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, η οποία έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των επενδυτών από όλο τον κόσμο, οφείλεται: α) στην ταχύτατη ανάπτυξη των μεγεθών τους στην Ελλάδα και στη ΝΑ Ευρώπη προς όφελος των πελατών τους και της ελληνικής οικονομίας και β) στην ακριβή και αποτελεσματική τιμολόγηση των κινδύνων που αναλαμβάνουν, και ιδιαιτέρως του πιστωτικού κινδύνου, που εξασφαλίζει τον οικονομικό τους δυναμισμό όχι μόνο στην τρέχουσα περίοδο της ραγδαίας αναπτύξεως των οικονομιών της Ελλάδος και των γειτονικών χωρών αλλά και στις μελλοντικές περιόδους που ενδεχομένως οι συνθήκες δεν θα είναι τόσο ευνοϊκές.

Συμπερασματικά, τα Ελληνικά επιτόκια έχουν συγκλίνει στα αντίστοιχα της ΖτΕ σε όλες τις κατηγορίες καταθέσεων και χορηγήσεων στις οποίες οι συνθήκες που αντιμετωπίζονται είναι συγκρίσιμες. Επιπλέον, η σύγκλιση των επιτοκίων συνεχίζεται και θα ολοκληρωθεί όταν τα περιθώρια για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου στην Ελλάδα και το λειτουργικό κόστος των τραπεζών στη χώρα μας θα προσεγγίσουν τα αντίστοιχα των άλλων χωρών της Ζώνης του Ευρώ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v