Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Eurobank: Οι δαπάνες υγείας των νοικοκυριών

Σε σημαντικά συμπεράσματα για τις δαπάνες υγείας των ελληνικών νοικοκυριών καταλήγει ο οικονομολόγος Μανώλης Δαβραδάκης και η αναλύτρια Όλγα Κοσμά, σε σχετικό άρθρο τους που φιλοξενείται στην περιοδική έκδοση Οικονομία και Αγορές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG, στην οποία προΐσταται ο Καθηγητής Γκίκας Χαρδούβελης.

Eurobank: Οι δαπάνες υγείας των νοικοκυριών
Σε σημαντικά συμπεράσματα για τις δαπάνες υγείας των ελληνικών νοικοκυριών καταλήγει ο οικονομολόγος Μανώλης Δαβραδάκης και η αναλύτρια Όλγα Κοσμά, σε σχετικό άρθρο τους που φιλοξενείται στην περιοδική έκδοση Οικονομία και Αγορές της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG, στην οποία προΐσταται ο Καθηγητής Γκίκας Χαρδούβελης.

Μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων της μελέτης, τα νοικοκυριά που δαπανούν για υγεία είναι κυρίως νοικοκυριά με μικρή οικονομική πίεση που έχουν ιδιόκτητη κύρια κατοικία για την οποία δεν αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο.

Αναλυτικότερα, στη μελέτη αναλύεται η σχέση μεταξύ των δαπανών για υγεία και των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών (υγεία, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, αριθμό μελών, θέση στην απασχόληση, εθνικότητα κλπ) των ελληνικών νοικοκυριών που συμμετείχαν στην πιο πρόσφατη Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών που διενήργησε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος την περίοδο 2004-2005.

Η παρούσα μελέτη πρωτοτυπεί συγκριτικά με παρόμοιες μελέτες για την Ελλάδα ως προς τη διάκριση του δείγματος των νοικοκυριών σε νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας (νοικοκυριά με συνολική δαπάνη μικρότερη από το 60% της διάμεσου συνολικής δαπάνης στο δείγμα) και σε νοικοκυριά που δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο κίνδυνο (νοικοκυριά με συνολική δαπάνη μεγαλύτερη από το 60% της διάμεσης συνολικής δαπάνης στο δείγμα). Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας θεωρούνται στην παρούσα μελέτη φτωχά, ενώ τα υπόλοιπα μη φτωχά.

Επίσης, στην έρευνα δίδεται έμφαση στη διάκριση της δαπάνης για υγεία σε ιδιωτική και δημόσια με τη βοήθεια των απαντήσεων των νοικοκυριών αναφορικά με τη νοσοκομειακή περίθαλψη.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα νοικοκυριά που δαπανούν για υγεία είναι κυρίως νοικοκυριά με μικρή οικονομική πίεση που έχουν ιδιόκτητη κύρια κατοικία για την οποία δεν αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο.

Τα νοικοκυριά που είτε αποπληρώνουν δάνειο είτε ζουν σε ενοίκιο επιλέγουν να δαπανούν λιγότερο λόγω των περισσότερων οικονομικών υποχρεώσεων που έχουν. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν το νοικοκυριό είναι φτωχό ή μη φτωχό.

Η σχέση μεταξύ δαπάνης για υγεία και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών δεν είναι ίδια για τα φτωχά και τα μη φτωχά νοικοκυριά.

Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο συνταξιούχο αποτελούν την πλειοψηφία των φτωχών νοικοκυριών που δαπανούν για υγεία, ενώ η πλειοψηφία των μη φτωχών νοικοκυριών έχουν υπεύθυνο εργαζόμενο ηλικίας 45-64 έτη.

Έτσι, τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν για υγεία όταν η υγεία τους γίνεται περισσότερο ευπαθής λόγω ηλικίας και όχι νωρίτερα, σε αντίθεση με τα μη φτωχά νοικοκυριά που δαπανούν σε μικρή ηλικία καθώς μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά. Για τον ίδιο λόγο τα φτωχά νοικοκυριά που δαπανούν για υγεία είναι κυρίως νοικοκυριά μέχρι δύο μέλη, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά έχουν περισσότερα από δύο μέλη.

Ο υπεύθυνος των φτωχών νοικοκυριών που δαπανούν για υγεία είναι κατά κύριο λόγο απόφοιτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης και ασφαλισμένος στον ΟΓΑ, σε αντίθεση με τα μη φτωχά νοικοκυριά όπου ο υπεύθυνος είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άνω και είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Ακόμα, παρατηρείται ότι στα φτωχά νοικοκυριά οι γυναίκες που δαπανούν περισσότερα από € 50 το μήνα είναι περισσότερες απ’ ότι οι άνδρες.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά των φτωχών νοικοκυριών είναι τα ίδια με τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών που δαπανούν για δημόσια υγεία. Αντίστοιχα, τα χαρακτηριστικά των μη φτωχών νοικοκυριών είναι τα ίδια με τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών που δαπανούν για ιδιωτική υγεία.

Περισσότερα νοικοκυριά της υπαίθρου δαπανούν για δημόσια υγεία παρά για ιδιωτική υγεία. Οι συγγραφείς αποδίδουν το γνώρισμα αυτό στην περιορισμένη πρόσβαση σε ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα των νοικοκυριών που μένουν σε αγροτικές περιοχές.

Εννέα στα δέκα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν για δημόσια υγεία, ενώ ένα στα δύο μη φτωχά νοικοκυριά δαπανούν για δημόσια υγεία. Έτσι, τα φτωχά νοικοκυριά επιλέγουν τη δημόσια υγεία που είναι φθηνότερη απ’ την ιδιωτική λόγω της περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας που έχουν, σε αντίθεση με τα μη φτωχά νοικοκυριά που μπορούν να αγοράσουν τις ακριβές υπηρεσίες ιδιωτικής υγείας λόγω της υψηλής αγοραστικής τους δύναμης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v