Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Αλήθειες και ψέματα για τα μεγέθη του ΑΕΠ

Στα τέλη Φεβρουαρίου θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει το σκηνικό αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων στον κοινοτικό προϋπολογισμό εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα απολαμβάνει υψηλότερο ΑΕΠ, σηματοδοτώντας παράλληλα εξελίξεις και για τον χρόνο εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την επιτήρηση.

Αλήθειες και ψέματα για τα μεγέθη του ΑΕΠ
της Έλενας Λάσκαρη

Στα τέλη Φεβρουαρίου θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει το σκηνικό αναφορικά με το ύψος των οφειλομένων στον κοινοτικό προϋπολογισμό εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα απολαμβάνει υψηλότερο ΑΕΠ, σηματοδοτώντας παράλληλα εξελίξεις και για τον χρόνο εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την επιτήρηση.

Στην επικείμενη συνεδρίαση των συμβουλίων Eurogroup και Ecofin στις 26 και 27 Φεβρουαρίου θα αρχίσει η εξέταση των προγραμμάτων σταθερότητας και ανάπτυξης των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν δεν είχε μεσολαβήσει η αναθεώρηση του ΑΕΠ, η έγκριση του ελληνικού προγράμματος, που προβλέπει μείωση του ελλείμματος από το 2,6% πέρυσι στο 2,4% (επί του παλαιού ΑΕΠ), θα σφράγιζε και το διαβατήριο της εξόδου της ελληνικής οικονομίας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.

Η αναθεώρηση, όμως, έχει κάνει την Κομισιόν επιφυλακτική. Μπορεί η διεύρυνση του ΑΕΠ αυτομάτως να συρρικνώνει τον λόγο ελλείμματος προς ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, η παράλληλη και αναδρομική όμως διεύρυνση των συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας μας ως προς τις εισφορές της στον κοινοτικό προϋπολογισμό επιβαρύνει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Γιατί ”τρέχουμε”

Τα μπερδέματα με την αναδρομική εισφορά ξεκινούν από το ότι η ελληνική πλευρά δεν προχώρησε στο παρελθόν σε αναθεωρήσεις στην ώρα τους αλλά και εξαιτίας του μεγέθους που έβγαλε η τελευταία μέτρηση.

Η αναθεώρηση του Συστήματος Εθνικών Λογαριασμών της Ελλάδας και η εναρμόνισή του με το ευρωπαϊκό άρχισε από τα μέσα του 1990, ως αποτέλεσμα κοινοτικής οδηγίας που επέβαλε στα κράτη-μέλη την εναρμόνιση του ΑΕΠ σε τιμές αγοράς, με σκοπό τη βελτίωση της συγκρισιμότητας, την αξιοπιστία των εκτιμήσεων και την εξασφάλιση ότι η εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας είναι όσο το δυνατόν πληρέστερη.

Έτος βάσης ορίστηκε το 1988, επειδή ο ΦΠΑ επεβλήθη το 1987 κι επειδή κατά το 1988 έγινε γενική απογραφή καταστημάτων, βιομηχανίας - βιοτεχνίας αλλά και η έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών. Με την εφαρμογή των κανόνων στο έτος βάσης 1988, το ΑΕΠ της χώρας προέκυψε αυξημένο κατά 20% σε σχέση με το προηγούμενο τυποποιημένο σύστημα του ΟΟΣΑ του 1958.

Το 1999, όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώθηκαν κατόπιν απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να εφαρμόσουν το νέο σύστημα ΕΣΟΛ 95 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον προσδιορισμό του ΑΕΠ, με πρώτο έτος αναφοράς το 1995.

Πράγματι, το νέο σύστημα εφαρμόστηκε στα στοιχεία του 1995, αλλά χωρίς να θεωρηθεί αλλαγή έτους βάσης αφού δεν είχαν παράλληλα διεξαχθεί ουσιώδεις πρωτογενείς έρευνες.

Έκτοτε δεν έγινε καμία αναθεώρηση με αποτέλεσμα η Eurostat να διατυπώσει το 2002 επιφυλάξεις σε σειρά από υπολογισμούς που αφορούσαν στις κατασκευές, στα μικρά στρώματα της βιομηχανίας, στο λιανικό και χονδρικό εμπόριο, στις εκτιμήσεις των κατοικιών, στις εισαγωγές και εξαγωγές υπηρεσιών κ.ά.

Οι επιφυλάξεις είχαν σχέση με τα στοιχεία της περιόδου 1995 - 2001. Ο κανονισμός 2.223/96 της Ε.Ε. προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη υποχρεούνται σε αλλαγή του έτους βάσης τουλάχιστον ανά πενταετία.

Νέα δεδομένα

Στην Ελλάδα είχαμε μία αναθεώρηση με έτος βάσης το 1988 και μία προσαρμογή (χωρίς ουσιαστική αναθεώρηση) το 1995. Ο κοινός νους λοιπόν συνάγει ότι στο μεσοδιάστημα η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί, νέοι κλάδοι έχουν προστεθεί και το παραγόμενο προϊόν έχει διευρυνθεί.

Έτσι, με την τελευταία αναθεώρηση προέκυψε προσαρμογή του ΑΕΠ κατά 25,7%, από τα 42,3 τρισ. δρχ. σε 53,268 τρισεκατομμύρια δρχ., με έτος βάσης το 2000.

Το μέγεθος είναι πραγματικά εντυπωσιακό και κατέστησε από την πρώτη στιγμή επιφυλακτική την Κομισιόν που ζήτησε πρόσθετα στοιχεία αναφορικά με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Αυτά προ ολίγων ημερών εστάλησαν στις Βρυξέλλες από την ΕΣΥΕ (με σχετική καθυστέρηση αφού είχαν ζητηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου).

Η αξιολόγηση των πρόσθετων στοιχείων θα κρίνει και το τελικό μέγεθος και η όλη διαδικασία, μέχρι την έγκριση από τη Eurostat εκτιμάται ότι θα απαιτήσει 2 - 3 μήνες.

Παράλληλα, όμως, η Κομισιόν ζητά και την αναθεώρηση των στοιχείων έως και το 1995, για να βγάλει τον λογαριασμό των πρόσθετων εισφορών που θα πρέπει να καταβάλει η χώρα μας στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Ο λογαριασμός και τα σχόλια περί... βλακείας

Στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσδιορίζουν το ύψος του ”λογαριασμού” σε περίπου 4 δισ. ευρώ (1,8 δισ. ευρώ τα αναδρομικά, 500 εκατ. ευρώ επιπλέον εισφορές φέτος και 1,5 δισ. ευρώ απώλεια από το Ταμείο Συνοχής το 2010), εκτίμηση που δεν συμμερίζεται σε καμία περίπτωση το οικονομικό επιτελείο και επιρρίπτει ευθέως ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για τη μη αναθεώρηση του ΑΕΠ από το 1995.

Το ακριβές ποσό, καθώς δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα το ΑΕΠ για το σύνολο της περιόδου, δεν μπορεί να οριστεί με σαφήνεια ενώ αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και ερμηνείας των κοινοτικών κανονισμών θα είναι ο χρόνος εγγραφής της δαπάνης για την ελληνική οικονομία.

Τυχόν εγγραφή των οφειλομένων στον προϋπολογισμό του 2007 είναι σαφές ότι θα σημάνει μεγάλη επιβάρυνση του ελλείμματος, την οποία οι αρχικές πληροφορίες από τις Βρυξέλλες ανέβαζαν σε 0,8% του ΑΕΠ.

Αρμόδιος παράγοντας του υπουργείου Οικονομίας θεωρεί ότι, ακόμα και αν μετά την προσμέτρηση των οφειλομένων στο έλλειμμα, αυτό υπερέβαινε το όριο του 3% του ΑΕΠ φέτος, και πάλι δεν θα δημιουργούνταν ζήτημα αναβολής της άρσης της κοινοτικής επιτήρησης καθώς η επιβάρυνση είναι προσωρινού χαρακτήρα (one off) και η επίπτωσή της θα ”εξαφανιζόταν” το ακριβώς επόμενο έτος.

Πάντως, είναι δεδομένο ότι η αύξηση του ΑΕΠ συνεπάγεται εφεξής επιβάρυνση του ελλείμματος της τάξεως του 0,1% σε ετήσια βάση, λόγω της αύξησης των εισφορών στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ενώ ασχέτως του αν θα επηρεαστεί η έξοδος από την επιτήρηση και ο χρόνος αυτής, ουσιαστικό γεγονός παραμένει η επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας με ποσό που στη χειρότερη περίπτωση θα ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ.

Στην ουσία του θέματος, η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει σε αναθεώρηση του ΑΕΠ καθώς είναι φανερό ότι τα στοιχεία ήταν ξεπερασμένα.

Όμως, στην επικοινωνία της αναθεώρησης λανθασμένοι χειρισμοί έδωσαν λαβή για έντονη κριτική, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η λίστα του CNN με τα σχόλια περί ”βλακείας”.

Το κακό, όπως σημειώνουν οικονομικοί παρατηρητές, ξεκίνησε από μία δήλωση του γενικού γραμματέα της ΕΣΥΕ σχετικά με τον συνυπολογισμό εσόδων από πορνεία, ”μαύρο χρήμα” και παράνομες δραστηριότητες στο ΑΕΠ. Και ως γνωστόν, στη δημοσιογραφία είδηση με sex και ”μαύρο χρήμα” δημιουργεί πρωτοσέλιδους τίτλους...

* Αναδημοσίευση από το φύλλο 464 της εφημερίδας ”ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ”, 9-13/2/2007.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v