Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

”Καυτό” και το 2007 για τις ελληνικές τράπεζες

Αν και από πλευράς αποτιμήσεων οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι ελκυστικότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εντούτοις οι διπλάσιοι ρυθμοί κερδοφορίας και η αναμενόμενη συνέχιση της συγκέντρωσης στον κλάδο μπορούν να τον στηρίξουν και το 2007.

”Καυτό” και το 2007 για τις ελληνικές τράπεζες
Αν και από πλευράς αποτιμήσεων οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι ελκυστικότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εντούτοις οι διπλάσιοι ρυθμοί κερδοφορίας και η αναμενόμενη συνέχιση της συγκέντρωσης στον κλάδο μπορούν να τον στηρίξουν και το 2007.

Ενώ το εγχώριο τραπεζικό σύστημα εισέρχεται στην τρίτη ουσιαστική φάση αναδιάρθρωσής του, μεγάλες επενδυτικές τράπεζες συνεχίζουν να συνιστούν αυξημένη θέση στις ελληνικές τράπεζες, τη στιγμή που και οι κυπριακές εμφανίζονται οι δεύτερες πιο ελκυστικές μεταξύ των αναδυόμενων αγορών παγκοσμίως.

Όταν πριν από λίγα χρόνια ο βασικός μέτοχος της Τράπεζας Εργασίας κ. Λ. Εφραίμογλου ”έδωσε τα χέρια” με τον πρόεδρο της Τράπεζας Πίστεως (Alpha Bank) κ. Ι. Κωστόπουλο, ο τελευταίος βρισκόταν πολύ κοντά στην περαιτέρω ενίσχυση της ούτως ή άλλως ισχυρής θέσης του στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Ο κ. Εφραίμογλου, όμως, πούλησε τελικά το ποσοστό του στον κ. Σπ. Λάτση, η τράπεζα του οποίου πλέον (EFG Eurobank Ergasias) κατέκτησε ταχύτατα μία από τις ισχυρότερες θέσεις στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επισφραγίζοντας την πρώτη ουσιαστική φάση αναδιάρθρωσης του τραπεζικού κλάδου στη χώρα μας. Τον κεντρικό ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε τότε η Τράπεζα Εργασίας απέκτησε κατά τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης των τραπεζών η Εμπορική Τράπεζα, που πουλήθηκε στην Credit Agricole.

Ενίσχυση του ανταγωνισμού

Κατά τη φάση αυτή, ο εγχώριος ανταγωνισμός εκτιμάται ότι θα ενταθεί, αλλά δεν θα φτάσει σε ακραία επίπεδα. Η ωρίμανση όμως τα επόμενα δύο χρόνια της εγχώριας τραπεζικής αγοράς, η οποία θα συγκλίνει σε επίπεδο χορηγήσεων με την ευρωζώνη, θα δημιουργήσει νέα πεδία ανταγωνισμού στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, σηματοδοτώντας και την τρίτη φάση αναδιάρθρωσής του, τη στιγμή που ορισμένες ελληνικές τράπεζες έχουν αποκτήσει και ένα ενδιαφέρον χαρτοφυλάκιο στα Βαλκάνια και στη ΝΑ. Ευρώπη.

Μεγάλοι ξένοι ”παίκτες” εκτιμάται ότι θα θελήσουν να αποκτήσουν συμμετοχές στις κορυφαίες ιδιωτικές τράπεζες, ενώ, όπως εκτιμούν διεθνείς επενδυτικές τράπεζες, η Alpha Bank αναμένεται να διαδραματίσει ειδικό ρόλο.

Πολλά υποσχόμενο είναι και το εγχείρημα της τράπεζας που θα προκύψει από τη συγχώνευση της Marfin Bank, της Εγνατίας και της Λαϊκής Ελλάδας. Όχι μόνο για το δίκτυο και το κρίσιμο μερίδιο αγοράς που αποκτά, αλλά και εξαιτίας των μεγάλων συνεργιών που θα προκύψουν από την ένταξή της στον όμιλο της Marfin-Popular Bank, από την ύπαρξη στον όμιλο Marfin σημαντικών εταιρειών άλλων κλάδων (κλινικές, πληροφορική), κ.λπ.

Την ίδια στιγμή, μια ομάδα κορυφαίων στελεχών του εγχώριου τραπεζικού συστήματος δείχνει να επιθυμεί την αυτόνομη ανάπτυξη ορισμένων μεγάλων τραπεζών, αν και οι βασικοί μέτοχοι έχουν τον τελευταίο λόγο.

Η τύχη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και αργότερα της ΑΤΕ αναμένεται επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Η Εθνική Τράπεζα ακολουθεί αυτόνομη πορεία και τουλάχιστον για το 2007 θα πρέπει να ανησυχεί περισσότερο για την τύχη των εκλογικών αναμετρήσεων στην Τουρκία.

Σε κάθε περίπτωση, το νέο σκηνικό που θα προκύψει θα επηρεάσει τη γείτονα χώρα για τα επόμενα επτά χρόνια, ενώ οι επενδυτές, τουλάχιστον για το 2007, θα ακροβατούν ανάμεσα στην πορεία των θεμελιωδών μεγεθών και του πολιτικού ρίσκου.

Οι ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών ξεκίνησαν στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από τη δεκαετία του 1980, ενώ συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση τη δεκαετία του 1990. Μετά το 2000, οι ιδιωτικοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των ”12” ήταν πολύ λιγότερες, εξαιτίας της ολοκλήρωσης σε μεγάλο βαθμό της ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού τομέα από πολύ νωρίς.

Στην Ελλάδα, η συγκέντρωση ακολούθησε με χρονική υστέρηση περίπου μίας δεκαετίας. Παρά το μικρό μέγεθος του ελληνικού τραπεζικού τομέα, όμως, οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών έχουν αποφέρει τα υψηλότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία ως ποσοστό του ΑΕΠ από οποιοδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. των ”12”.

Οι εκτιμήσεις για τα κέρδη

Για την ερχόμενη διετία, σύμφωνα με τις προβλέψεις της UBS, τα κέρδη ανά μετοχή των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να σημειώσουν άνοδο 20% περίπου σε ετήσια βάση, έναντι 10% περίπου στην Ευρώπη και 9% παγκοσμίως.

Οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν μέση αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων στο 24% έναντι 18% στην Ευρώπη, ενώ διαθέτουν πολλαπλασιαστές κερδών στο 12,5 σε μέσα επίπεδα για το 2007 και στο 10,5 για το 2008, ελαφρώς υψηλότερα του μέσου όρου των προβλέψεων για τον κλάδο στην Ευρώπη.

Παράλληλα οι μετοχές τους διαπραγματεύονται με δείκτη τιμών προς λογιστική αξία στο 2,7 για το 2007 και στο 2,4 για το 2008, έναντι 1,8 και 1,7 αντίστοιχα στην Ευρώπη, αλλά διαθέτουν καλύτερες μερισματικές αποδόσεις (3,8% για το 2007 και 4,6% για το 2008).

Η Deutsche Bank σε έκθεσή της για τις ευρωπαϊκές τράπεζες συνιστά αυξημένες θέσεις στις ελληνικές, τις βρετανικές και τις ισπανικές και θεωρεί ότι το 2007 οι επενδυτές θα είναι πρόθυμοι να δεχτούν μια διεύρυνση των πολλαπλασιαστών κερδών (P/E) στον κλάδο στο 13 - 14 από το 12 (με βάση τα προβλεπόμενα κέρδη του τρέχοντος έτους) σήμερα.

Οι αυστριακές τράπεζες και οι τράπεζες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης θεωρούνται πλήρως αποτιμημένες, ενώ οι μακροοικονομικές ανισορροπίες θα ”συγκρατήσουν” τις τουρκικές τράπεζες. Όσον αφορά στις ελληνικές, που εμφανίζουν ισχυρή ανάπτυξη, αν και έχουν ήδη σημαντικές αποδόσεις, οι αποτιμήσεις τους για το 2008 δεν είναι απαιτητικές.

Νέος κύκλος εξαγορών και συγχωνεύσεων

Την ίδια στιγμή, η UBS προβλέπει ότι οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές στον κλάδο θα συνεχιστούν το 2007 παγκοσμίως, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να επικεντρώνεται από την Ευρώπη στις αγορές της Γερμανίας, της Σουηδίας και της Ελλάδας.

Παράλληλα, σε ειδική έκθεσή της για τις τράπεζες των αναδυόμενων αγορών θεωρεί ότι με βάση τα μακροοικονομικά και θεμελιώδη μεγέθη και τις αποτιμήσεις οι κυπριακές τράπεζες βρίσκονται στη δεύτερη θέση παγκοσμίως από πλευράς ελκυστικότητας, μετά τις ρωσικές. Οι τράπεζες Κύπρου και Λαϊκή βρίσκονται εξάλλου στο top-10 των επιλογών από τον κλάδο στις αναδυόμενες αγορές.

Στο μέτωπο των εξαγορών, των συγχωνεύσεων και των στρατηγικών συνεργασιών, τόσο η UBS όσο και η Citigroup αναγνωρίζουν πως η Alpha Bank μπορεί να διαδραματίσει ειδικό ρόλο, ενώ οι μεγάλες τράπεζες μαζί με τη Λαϊκή και την Κύπρου βρίσκονται στις επιλογές των μεγαλύτερων θεσμικών χαρτοφυλακίων, καθώς το ελληνικό χρηματοοικονομικό - τραπεζικό σύστημα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, ενώ συμμετέχει και στην ανάπτυξη των οικονομιών της ΝΑ. Ευρώπης.

Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν στην περιοχή δίκτυο 1.260 καταστημάτων και μερίδιο αγοράς που υπερβαίνει το 14%. Τα κέρδη που αποκομίζουν από την ευρύτερη περιοχή υπολείπονται ακόμα του 10% των συνολικών κερδών τους, αλλά αναμένεται την ερχόμενη τριετία να κυμανθούν στο 20%.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 50% των καταστημάτων της Πειραιώς και της Εθνικής, το 35% της Alpha Bank και το 70% των καταστημάτων της Eurobank βρίσκεται στην περιοχή, με την τελευταία να είναι κοντά στη ”μετάλλαξή της” σε έναν πραγματικά περιφερειακό ”παίκτη”.

Η Deutsche Bank έχει επιλέξει τη μετοχή της Eurobank στις top επιλογές της από τον ευρωπαϊκό κλάδο για το 2007.

Η συνεισφορά της Νέας Ευρώπης (νοτιοανατολικής και κεντρικής Ευρώπης) θα μπορούσε να είναι το 2007 πιο σημαντική από τις αρχικές εκτιμήσεις, ενώ εάν τα κέρδη που προέρχονται από τη Νέα Ευρώπη αποτελέσουν το 10% των συνολικών κερδών του ομίλου, θα οδηγήσουν σε αύξηση 5% των συνολικών κερδών της τράπεζας. Σε γενικές γραμμές θεωρεί ότι το ενεργητικό της Eurobank στη Νέα Ευρώπη δεν είναι σωστά αποτιμημένο στην τρέχουσα τιμή της μετοχής.

Οι κίνδυνοι

Παρά τους κινδύνους που απορρέουν από την πιστωτική έκρηξη κατά τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό των τραπεζικών δανείων ως προς το μη αναθεωρημένο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εξακολουθεί να είναι ακόμα πολύ χαμηλότερο στην Ελλάδα (88%) απ’ ό,τι στις χώρες της ζώνης του ευρώ (121%), ενώ διαμορφώνεται σε εξαιρετικά χαμηλότερα επίπεδα στις χώρες της ΝΑ. Ευρώπης (25% έως 35%).

Τα έσοδα από τόκους των μεγάλων τραπεζών κινήθηκαν το 2006 με ρυθμό 19% περίπου, καθώς η πιστωτική επέκταση (ιδιαίτερα στη στεγαστική πίστη) ήταν καλύτερη του αναμενομένου, ενώ το μέσο επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) των μεγάλων τραπεζών παρέμεινε άνω του 3%.

Τα spreads στη στεγαστική και καταναλωτική πίστη κινήθηκαν πτωτικά, αλλά σύμφωνα με τα αναμενόμενα, ενώ οι πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ επέδρασαν θετικά στα spreads των καταθέσεων.

Παρά την αύξηση του κόστους, ο δείκτης αποτελεσματικότητας (cost/income) βελτιώθηκε στο 49% περίπου από 52%, λόγω της σημαντικής αύξησης των συνολικών εσόδων. Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις παρουσίασαν σχετικά μικρή αύξηση (+14%) παρά τη σημαντική αύξηση των δανειακών υπολοίπων, γεγονός που επέδρασε θετικά στην κερδοφορία.

* Αναδημοσίευση από το φύλλο 460 της εφημερίδας ”ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ”, 12-16/1/2007.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v