Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

EFG: Γοργή η ανάπτυξη της Νέας Ευρώπης

Οι χώρες της Νέας Ευρώπης συνεχίζουν την πορεία της οικονομικής τους ανάπτυξης με γοργούς ρυθμούς και σχετικά χαμηλό πληθωρισμό συμπεραίνει, μεταξύ άλλων, η Eurobank στο δεύτερο τεύχος της τριμηνιαίας της έκδοσης ”New Europe”. Ως βασικοί συντελεστές της ανάπτυξης αναφέρονται η σημαντική αύξηση τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των παγίων επενδύσεων.

EFG: Γοργή η ανάπτυξη της Νέας Ευρώπης
Οι χώρες της Νέας Ευρώπης συνεχίζουν την πορεία της οικονομικής τους ανάπτυξης με γοργούς ρυθμούς και σχετικά χαμηλό πληθωρισμό συμπεραίνει, μεταξύ άλλων, η Eurobank στο δεύτερο τεύχος της έκδοσης ”New Europe”.

Αναλυτικότερα η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG εξέδωσε σήμερα το δεύτερο τεύχος της τριμηνιαίας της έκδοσης ”New Europe”, το οποίο περιέχει μια συστηματική ανάλυση των μακροοικονομικών μεγεθών, των τραπεζικών συστημάτων και των χρηματαγορών των χωρών της ανατολικής Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου.

Στο τεύχος δημοσιεύονται επίσης δύο ειδικές μελέτες, η μία με αντικείμενο τη σχέση μεταξύ του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της αποδοτικότητας των τραπεζικών ιδρυμάτων στις χώρες της Νέας Ευρώπης και η δεύτερη με θέμα τη σχέση εργατικού κόστους και προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων.

Την έκδοση επιμελείται ο οικονομικός σύμβουλος του ομίλου, καθηγητής κ. Γκίκας Χαρδούβελης και συμμετέχουν οι κ. Ηλίας Λεκκός, Μανώλης Δαβραδάκης και Γιάννης Γκιώνης, καθώς και η κ. Έλενα Σιμιντζή.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Eurobank, οι χώρες της Νέας Ευρώπης συνεχίζουν την πορεία της οικονομικής τους ανάπτυξης με γοργούς ρυθμούς και σχετικά χαμηλό πληθωρισμό.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για ολόκληρο το 2006 αναμένεται να κινηθεί, σε πραγματικούς όρους, μεταξύ 5,2% (στην Πολωνία) και 7,8% (στη Ρουμανία), έχοντας ως βασικούς συντελεστές τη σημαντική αύξηση τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των παγίων επενδύσεων. Στις περισσότερες μάλιστα χώρες η οικονομική αυτή ανάπτυξη δεν έχει οδηγήσει σε αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων.

Αντίθετα, οι πληθωριστικές προσδοκίες, είτε παραμένουν υπό έλεγχο (Πολωνία), είτε υποχωρούν (Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία). Μόνο στην περίπτωση της Τουρκίας και της Ουκρανίας εξωτερικοί κυρίως παράγοντες έχουν οδηγήσει τον πληθωρισμό σε επίπεδα υψηλότερα σε σχέση με τις αρχές του 2006.

Ο πιο σημαντικός παράγοντας που μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών είναι μια πιθανή χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής ως απόρροια των πολιτικών εξελίξεων. Η Πολωνία κυβερνάται από έναν ασταθή πολιτικό συνασπισμό, στη Σερβία έχουν προκηρυχθεί πρόωρες εκλογές και στην Τουρκία αναμένονται εκλογές μέσα στους επόμενους μήνες.

Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα, τυχούσα χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής θα μπορούσε να προκαλέσει υπερθέρμανση των οικονομιών στις χώρες αυτές με συνέπεια την ακόμα μεγαλύτερη διόγκωση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών. Ήδη αρκετές κεντρικές τράπεζες έχουν επισημάνει ότι, σε περίπτωση υπέρμετρης αύξησης των δημόσιων δαπανών, θα είναι αναγκασμένες να ασκήσουν πιο αυστηρή νομισματική πολιτική.

Πιο αναλυτικά:

Η Βουλγαρία, εν όψει της επικείμενης ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007, συνεχίζει να σημειώνει σημαντικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στο δεύτερο τρίμηνο του 2006 ανήλθε σε 6,6% σε ετήσια βάση, έναντι 5,6% στο πρώτο τρίμηνο του ίδιου έτους. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης για το 2006 θα ανέλθει στο 6% για το σύνολο του έτους.

Παράλληλα, τα δημοσιονομικά μεγέθη σημειώνουν σημαντική βελτίωση. Το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να ανέλθει στο 3,3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, έναντι στόχου του 3% του ΑΕΠ.

Στον αντίποδα, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη συνοδεύεται από τη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό ανήλθε σε 14,5% σε ετησιοποιημένη βάση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2006, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του χρηματοδοτείται από την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την τελευταία έκθεση του ΟΗΕ για τις άμεσες ξένες επενδύσεις.

Παρά τους περιορισμούς στον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από την Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας, αυτός κυμάνθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα το τρίτο τρίμηνο (αύξηση 33,8% για τα νοικοκυριά και 17,3% για τις επιχειρήσεις). Με δεδομένο ότι οι ρυθμοί αύξησης πιστωτικής επέκτασης δεν έχουν μειωθεί, η Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας σχεδιάζει τη σταδιακή απόσυρσή τους.

Η Ρουμανία θα αποτελεί επίσης μέλος της Ευρωπαϊκή Ένωσης την 1η Ιανουαρίου 2007. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης επιταχύνθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2006 στο 7,8% σε ετήσια βάση, έναντι 6,9% το πρώτο τρίμηνο του ίδιου έτους, και 4,5% το δεύτερο τρίμηνο του 2005.

Συμπερασματικά, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης για όλο το 2006 θα ανέλθει στο 7,5% για το σύνολο του έτους 2006. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη τροφοδοτεί το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που το δεύτερο τρίμηνο του 2006 ανήλθε στο 9,4% του ΑΕΠ σε ετησιοποιημένη βάση. Στην κατεύθυνση αυτή ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης για τους πρώτους εννέα μήνες του 2006 ανήλθε στο 51% σε ετήσια βάση.

Από την άλλη πλευρά, η απόφαση της κυβέρνησης της Ρουμανίας να επιταχύνει τις δημοσιονομικές δαπάνες για να χρηματοδοτήσει έργα υποδομής και να μετατρέψει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού από 1,1% του ΑΕΠ τον Σεπτέμβριο του 2006 σε έλλειμμα 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους θα σηματοδοτήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της νομισματικής πολιτικής καθώς και την εξέλιξη του πληθωρισμού.

Παρά την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 4,8% τον Οκτώβριο και βρίσκεται μέσα στα όρια που έχουν τεθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Ρουμανίας.

Η Σερβία βρίσκεται ενώπιον σημαντικών πολιτικών και γεωπολιτικών εξελίξεων. Οι επερχόμενες πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές μετά την υιοθέτηση του συντάγματος με οριακή πλειοψηφία, καθώς και η διευθέτηση του καθεστώτος του Κόσσοβου, συνιστούν εξελίξεις οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν ανά πάσα στιγμή αρνητικά το οικονομικό κλίμα. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι στιγμής οι οικονομικοί δείκτες σημειώνουν βελτίωση.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο ρυθμός ανάπτυξης στο δεύτερο τρίμηνο ανήλθε στο 6,6% σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός έχει σημειώσει σημαντική μείωση στο 9,3% σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα ανερχόταν σε 18%. Ο συνολικός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης ανήλθε στο δεύτερο εξάμηνο σε 58% σε ετήσια βάση, ενώ η πιστωτική επέκταση ανήλθε στο 26,6% του ΑΕΠ. Αυτό είχε ως συνέπεια το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών να ανέλθει σε 10,4% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2006.

H πρόσφατη κυβερνητική κρίση στην Πολωνία ανέδειξε το μείζον θέμα της πολιτικής αστάθειας. Ενδεχόμενη παράταση αυτής της αστάθειας μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να κυμανθεί στην περιοχή του 5,2%-5,5% για το 2006 σε ετήσια βάση συνεπικουρούμενος από τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της ιδιωτικής τελικής κατανάλωσης (αύξηση 4,9% στο δεύτερο τρίμηνο του 2006) και των ακαθάριστων επενδύσεων (αύξηση 14,4% στο δεύτερο τρίμηνο του 2006).

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο ρυθμός ανάπτυξης στο δεύτερο τρίμηνο να ανέλθει στο 5,5% για το δεύτερο τρίμηνο του 2006, έναντι 2,9% το δεύτερο τρίμηνο του 2005. Τα τελευταία στοιχεία που ανακοινώθηκαν για τον πληθωρισμό στην Πολωνία επιβεβαιώνουν τη διακοπή της καθοδικής του τάσης (1,2% τον Οκτώβριο έναντι 1,6% τον Σεπτέμβριο, σε αντίθεση με το 0,8% τον Ιούνιο).

Η οικονομία της Ουκρανίας σημειώνει σημαντική ανάκαμψη μέσα στο 2006, σε σχέση με το 2005, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ξεπεράσει το 6% για το 2006. Το πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε, από πλεονασματικό το 2005 (+3% του ΑΕΠ) σε ελλειμματικό (-0,5% του ΑΕΠ) για πρώτη φορά μέσα στο 2006. Ιδιαίτερη προσοχή εφιστάται στους εκρηκτικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης, οι οποίοι ξεπέρασαν το 60% για το τρίτο τρίμηνο σε ετήσια βάση.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο δανεισμός ως ποσοστό του ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο 38,4% το τρίτο τρίμηνο.

Η οικονομία της Τουρκίας συνεχίζει να παρουσιάζει θετική τάση, στον απόηχο της κρίσης των αναδυόμενων αγορών τον Μάιο - Ιούνιο του 2006, ενώ η τουρκική λίρα έχει ανατιμηθεί κατά 17% από τα κατώτατα επίπεδα του Μαΐου. Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στο θέμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στην Ε.Ε. καθώς και η ενδεχόμενη πολιτική αβεβαιότητα από τις εκλογές τον επόμενο χρόνο συνθέτουν ένα σκηνικό που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα μακροοικονομικά μεγέθη.

Ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 7,5% σε ετήσια βάση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2006, ενώ ο συνολικός ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης για το 2006 προβλέπεται ότι θα ανέλθει μεταξύ 5,5% - 6,5%. Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα στην πιστωτική επέκταση, ο ρυθμός αύξησης της οποίας ανερχόταν σε 60% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2006.

Προς αυτή την κατεύθυνση το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, μείζον πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας, επιδεινώθηκε στο 7,8% του ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2006, από 5,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2005. Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, όμως, είναι το γεγονός ότι η ποιότητα της χρηματοδότησής του βελτιώνεται από την άποψη ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι αυτές που χρηματοδοτούν ένα ολοένα αυξανόμενο μέρος του, καθώς έφθασαν στο 4,7% του ΑΕΠ.

Ειδικές μελέτες

Στην πρώτη ειδική μελέτη με τίτλο ”Ιδιοκτησιακό Καθεστώς και Αποδοτικότητα των Τραπεζικών Ιδρυμάτων”, που περιλαμβάνεται στο παρόν τεύχος του ”New Europe” και που αναφέρεται στον τραπεζικό κλάδο των χωρών που ονομάζουμε Νέα Ευρώπη, παρουσιάζεται η επίδραση της απελευθέρωσης του τραπεζικού κλάδου και της εισόδου ξένων επενδυτών σε αυτόν.

Το χαρακτηριστικό που μοιράζονται όλες οι χώρες που αναλύονται είναι η δραματική μείωση της σημασίας των υπό κρατικό έλεγχο τραπεζών, προϊόν των ιδιωτικοποιήσεων, του εκσυγχρονισμού και της αναδιάρθρωσης των τραπεζικών συστημάτων τους.

Όμως, ο ρόλος και η δυναμική των ξένων και των εγχώριων ιδιωτικών τραπεζών διαφέρει ανάλογα με τον χρόνο και τον βαθμό της απελευθέρωσης των τραπεζικών συστημάτων.

Στη Βουλγαρία και την Πολωνία, δηλαδή σε χώρες όπου η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος έγινε αρκετά νωρίς και συστηματικά, κυρίαρχες είναι οι ξένες τράπεζες, οι οποίες διακρίνονται από μεγαλύτερη κερδοφορία, αποδοτικότητα και κεφαλαιακή επάρκεια σε σχέση με τις εγχώριες.

Η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος στη Ρουμανία ξεκίνησε ήδη από το 1998, αλλά η συμμετοχή των ξένων τραπεζών στο συνολικό ενεργητικό είναι μικρότερη (55% το 2005) σε σχέση με τη Βουλγαρία και την Πολωνία. Το κύριο χαρακτηριστικό του τραπεζικού συστήματος της Ρουμανίας είναι η επιθετική πολιτική που ακολουθούν οι εγχώριες ιδιωτικές τράπεζες, επιχειρώντας να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους, τόσο στα δάνεια, όσο και στις καταθέσεις που αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησής τους.

Από την άλλη μεριά, η Τουρκία, η Σερβία και η Ουκρανία μόλις πρόσφατα άρχισαν να αποτελούν πηγή προσέλκυσης των ξένων επενδυτών. Συνεπώς, η αξιολόγηση της στρατηγικής που ακολουθούν οι επιμέρους ομάδες τραπεζών καθίσταται δύσκολο έργο στις χώρες αυτές.

Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει επίσης δεύτερη ειδική μελέτη με τίτλο ”Συγκριτική Ανάλυση του Ανταγωνιστικού Πλεονεκτήματος των Χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ως προς το Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας”, η οποία αναλύει το μοναδιαίο κόστος εργασίας ως πιθανό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης συγκριτικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το μοναδιαίο κόστος εργασίας περιγράφει πόσο πρέπει να πληρωθεί ένας εργαζόμενος προκειμένου να παράξει μία μονάδα προϊόντος. Η Βουλγαρία είναι η χώρα με το μικρότερο μοναδιαίο κόστος εργασίας (29,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και ακολουθείται από τη Σλοβακία και τη Λετονία. Στις χώρες αυτές το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι μικρότερο από το αντίστοιχο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η ανεργία είναι υψηλότερη και μειώνει τους σχετικούς μισθούς. Στην άλλη άκρη, η Τουρκία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία έχουν μοναδιαίο κόστος εργασίας πλησιέστερο στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Το χαμηλό κόστος εργασίας είναι φυσικό να αποτελεί κίνητρο για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες με τη σειρά τους χρηματοδοτούν τα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, το κόστος εργασίας δεν είναι ο μοναδικός προσδιοριστικός παράγοντας για την προσέλκυση ή μη ξένων επενδύσεων.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τσεχίας η οποία καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με βάση τον λόγο FDI προς ΑΕΠ ενώ είναι μόλις όγδοη με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v