Οι τράπεζες των βόρειων χωρών της ευρωζώνης διαθέτουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας οι οποίοι, κατά μέσο όρο, είναι λιγότερο από το ήμισυ των αντίστοιχων δεικτών των τραπεζών της ευρωπεριφέρειας, υποστηρίζουν οι Paul De Grauwe και Yuemei Ji σε ανάλυσή τους για το CEPS Policy Brief.Όπως εξηγούν, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τράπεζες της βόρειας ευρωζώνης επωφελούνται από την οικονομική ευρωστία των κυβερνήσεών τους και ακολουθούν επιχειρηματικές στρατηγικές που στόχο έχουν την έκδοση υπερβολικού εγγυημένου χρέους. Με αυτόν τον τρόπο αποδυναμώνουν τους ισολογισμούς τους και γίνονται πιο ευάλωτες –εμφανίζουν δηλαδή μικρότερη ικανότητα να ανταπεξέλθουν σε μελλοντικά σοκ.
Παραδόξως, οι οικονομικά ισχυρές κυβερνήσεις δημιουργούν ευάλωτες τράπεζες, σημειώνουν, συμπληρώνοντας πως το αντίθετο συμβαίνει σε χώρες με οικονομικά αδύναμες κυβερνήσεις.
Στις χώρες αυτές οι τράπεζες αναγκάζονται να ενισχυθούν από μόνες τους, διότι δεν μπορούν να βασιστούν στις κυβερνήσεις. Έτσι διαθέτουν σημαντικά περισσότερα κεφάλαια και αποθέματα από τις τράπεζες της βόρειας ευρωζώνης.
Στην Ελλάδα, επί παραδείγματι, οι συστημικές τράπεζες έχουν δείκτες βασικών εποπτικών κεφαλαίων άνω του 10% τη στιγμή που το "όριο" είναι στο 9% από την ΤτΕ έναντι 8% για την υπόλοιπη Ε.Ε., ένα όριο που η ελληνική πλευρά πιέζει να μειωθεί ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις υπόλοιπες τράπεζες της Ευρώπης.
Πολλά ομόλογα, λίγες μετοχές
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της ανάλυσης, ένα από τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά των τραπεζών είναι ότι εξακολουθούν να διαθέτουν χαμηλά ίδια κεφάλαια. Το 2013 τα κεφάλαια και τα αποθέματα των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχονταν σε μόλις 7,6% των συνολικών ισολογισμών.
Οι τράπεζες, διαθέτουν πολύ λίγες ίδιες μετοχές, κυρίως εξαιτίας του «συνδρόμου "too big to fail"». Οι μεγάλες τράπεζες επωφελούνται από τις εγγυήσεις των κυβερνήσεών τους ότι δεν θα αφήσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυτά να καταρρεύσουν. Έτσι, λόγω της εγγύησης αυτής, μπορούν να εκδίδουν ομόλογα με πολύ ευνοϊκούς όρους. Αυτό με τη σειρά του, τους δίνει ένα κίνητρο να εκδώσουν φθηνά ομόλογα και να αποφύγουν την έκδοση μετοχών που δεν διασφαλίζεται από τις κυβερνητικές εγγυήσεις. Έτσι, ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίον οι μεγάλες τράπεζες εκδίδουν υπερβολικά πολλά ομόλογα και υπερβολικά λίγες μετοχές είναι διότι κερδίζουν από τις κρατικές εγγυήσεις.
Η αξία αυτής της «επιχορήγησης» εξαρτάται ξεκάθαρα από την οικονομική ισχύ της κυβέρνησης. Η εγγύηση που δίνει η ελληνική κυβέρνηση στις ελληνικές τράπεζες αξίζει λιγότερα από την εγγύηση που δίνει η γερμανική κυβέρνηση στις γερμανικές τράπεζες. Έτσι, η επιχορήγηση στις ελληνικές τράπεζες πιθανότατα θα είναι πολύ χαμηλότερη από την αντίστοιχη προς τις γερμανικές τράπεζες. Θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι οι ελληνικές τράπεζες θα εξέδιδαν λιγότερα ομόλογα και περισσότερες μετοχές από τις γερμανικές τράπεζες.
Οι αναλυτές βρήκαν ότι οι τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης διαθέτουν πολύ χαμηλά ποσοστά ιδίων μετοχών, συνήθως 5% ή και λιγότερα. Αντιθέτως, οι τράπεζες στις χώρες της ευρωπεριφέρειας (Ισπανία, Ιρλανδία, Ελλάδα) διαθέτουν ίδιες μετοχές που ξεπερνούν το 10%. Οι τράπεζες στις βόρειες χώρες της ευρωζώνης στηρίζονται από οικονομικά ισχυρές κυβερνήσεις, ενώ οι τράπεζες της ευρωπεριφέρειας πρέπει να βασιστούν σε εγγυήσεις οικονομικά αδύναμων κυβερνήσεων.
Πρακτικά, φαίνεται πως οι τράπεζες που βρίσκονται σε χώρες με οικονομικά ισχυρές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις ισχυρές εγγυήσεις που δίνουν οι κυβερνήσεις τους για να εκδώσουν πολλά ομόλογα, σε βάρος των μετοχών. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει σε χώρες με οικονομικά αδύναμες κυβερνήσεις.
(*)Συμπεριλαμβάνονται το μετοχικό κεφάλαιο, τα μη διανεμηθέντα κεφάλαια και ειδικές και γενικές προβλέψεις για δάνεια και άλλους τίτλους
Αναγκαία η έκδοση περισσότερων μετοχών
Οι συγγραφείς της ανάλυσης συστήνουν στις κυβερνήσεις της Βόρειας Ευρώπης να αναγκάσουν τις τράπεζες να εκδώσουν περισσότερες μετοχές, και σε μεγαλύτερη έκταση από αυτό που προβλέπεται στη Βασιλεία ΙΙΙ. Όπως αναφέρουν, αν μπορεί να θεωρηθεί «οδηγός» η εμπειρία των χωρών της νότιας ευρωζώνης, οι τράπεζες των βόρειων χωρών της ευρωζώνης θα πρέπει τουλάχιστον να διπλασιάσουν τα κεφάλαια και τα αποθέματά τους ως ποσοστό των ισολογισμών τους. Εάν δεν το πράξουν, κινδυνεύουν να καταστρέψουν την οικονομική ευρωστία των κυβερνήσεων των βόρειων χωρών της Ευρώπης όταν, μελλοντικά, τα αρνητικά σοκ αναγκάσουν τις κυβερνήσεις αυτές να προχωρήσουν σε διάσωση των υποκεφαλαιοποιημένων τραπεζών τους.
Παράλληλα, οι νέες ευθύνες που θα αναλάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως η μοναδική εποπτική αρχή στην ευρωζώνη, δημιουργούν μια μοναδική ευκαιρία για τον θεσμό αυτόν να αλλάξει την ρυθμιστική και εποπτική κουλτούρα στην ευρωζώνη – αυτήν που έχει επιτρέψει στις μεγάλες τράπεζες να συνεχίσουν να «ζουν» επικίνδυνα, με ανεπαρκή κεφάλαια.