Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε χθες η κυβέρνηση περί ενδεχόμενης αλλαγής της νομοθεσίας η οποία θεσπίστηκε μόλις τον προηγούμενο Δεκέμβριο και βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης που ξέσπασε μεταξύ της τακτικής Δικαιοσύνης και της ΑΔΑΕ, εάν αυτή αποδειχθεί αντισυνταγματική, υποδεικνύει τη μόνη προσήκουσα οδό υπό τις περιστάσεις. Ακόμη και αυτή, όμως, έχει κόστος.
Πρόκειται για μία κρίση θεσμικού - συνταγματικού χαρακτήρα, η οποία αποτυπώνεται σε μία πρωτοφανούς έντασης αντιπαράθεση μεταξύ του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ισ. Ντογιάκου και του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών Χρ. Ράμμου, με αντικείμενο την ανεξαρτησία και τη δικαιοδοσία των λεγομένων «Ανεξάρτητων Αρχών».
Μία αντιπαράθεση στην οποία ο κ. Ράμμος βρίσκει πληθώρα συνοδοιπόρων, εκ μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας καθώς και άλλων έγκριτων νομικών και πολιτικών προσώπων.
Πρόκειται δε για μία κρίση η οποία απέκτησε ευθύς εξαρχής και πολιτικά χαρακτηριστικά, και δη ακραίου βαθμού, εντείνοντας έτι περαιτέρω την προεκλογική πόλωση, καθώς η θέσπιση μέσω του επίμαχου νομοθετήματος, περί την ΕΥΠ, περιορισμών στη δικαιοδοσία της ΑΔΑΕ, ερμηνεύτηκε πολιτικά ως προσπάθεια συγκάλυψης της υποθέσεως των υποκλοπών.
Μίας υποθέσεως η οποία αγγίζει τον πυρήνα του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, μία «ανάσα» πριν τις επικείμενες εθνικές εκλογές και χρήζει άμεσης διαλεύκανσης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Γνωμοδότηση Ντογιάκου, βάσει της οποίας η ΑΔΑΕ δεν δικαιούται αυτονόμως να προχωρήσει στη διερεύνηση της υπόθεσης αλλά απαιτείται η «επιστράτευση» της τριμελούς επιτροπής που ορίζει η νέα νομοθεσία, με πρόεδρο εισαγγελικό λειτουργό και μέλη τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και ακόμη έναν εισαγγελέα, οδηγεί σε -ενδεχομένως πρόσκαιρη- καθυστέρηση και πάντως φέρνει στην επιφάνεια το διάστημα της τριετίας που υπαγορεύει ο νόμος ως ελάχιστο για την ενημέρωση των αμέσως ενδιαφερομένων ως προς τις τυχόν υποθέσεις παρακολούθησής τους.
Κυριότερα, όμως, υπενθυμίζει ότι η επίλυση της υποθέσεως θα απαιτούσε, κατά πάσα βεβαιότητα, είτε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας είτε/και στο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Στρασβούργο ή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Λουξεμβούργου, όπως μας «θύμισε» στη σχετική παρέμβασή του επί του θέματος ο κ. Βενιζέλος.
Έτσι, λοιπόν, όταν ο φίλτατος κ. Γ. Οικονόμου, αναφερόμενος στον επίμαχο νόμο, λέγει ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης ότι «... αν αυτοί οι νόμοι κάποια στιγμή αργότερα κριθούν αντισυνταγματικοί από τα αρμόδια όργανα της συντεταγμένης Πολιτείας, είναι μια άλλης τάξεως συζήτηση», μπορεί να εμφανίζεται, σε «πρώτη ανάγνωση», ότι υιοθετεί μία θεσμική προσέγγιση επί του ζητήματος, ανοίγοντας ένα παράθυρο ευκαιρίας για την αλλαγή του νόμου, σε περίπτωση που κριθεί αντισυνταγματικός, στην πραγματικότητα όμως υποδεικνύει ότι θα παρέλθει ένα ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα έως ότου τούτο -ίσως- υλοποιηθεί.
Έτσι, όμως, κατά πάσα πιθανότητα, ανοίγει την πόρτα σε ακόμη δύο τινά.
Πρώτον, τη συνέχιση μίας αντιπαράθεσης θεμελιακού χαρακτήρα, η οποία αφορά προβλέψεις του Συντάγματος, της δικαιοδοσίας των Ανεξάρτητων Αρχών και εντέλει την έννομη τάξη στη χώρα, την οποία δεσμεύουν μόνο οι δικαιοδοτικές αποφάσεις των δικαστηρίων, κατά τον κ. Ντογιάκο και δεύτερον, την ύπαρξη καθυστερήσεων στη διαλεύκανση της -επίσης θεμελιώδους χαρακτήρα- υπόθεσης των υποκλοπών, η οποία εντέλει αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όμως, αυτό είναι το κόστος της συγκράτησης των εξελίξεων...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.