Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο αναδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από την τρέχουσα συζήτηση περί την επιλογή της νέας ηγεσίας της Δικαιοσύνης (προέδρου και εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) από την τρέχουσα ή την επόμενη κυβέρνηση, αυτό αφορά στις ατέλειες -ή εντέλει στο έλλειμμα- που εμφανίζει το Σύνταγμα της χώρας μας, καθιστώντας τη μία εξουσία υποχείριο της άλλης.
Το γεγονός και μόνον ότι το σύνολο των θέσεων της ηγεσίας και των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) ορίζεται από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία βάσει της πολιτικής και τυπικής νομιμοποίησης που αυτή έχει διαμέσου της λαϊκής ετυμηγορίας, αρκεί για την καλλιέργεια ανησυχιών περί επηρεασμού της μίας εξουσίας από την άλλη.
Για παράδειγμα, μολονότι στο επίκεντρο της τρέχουσας αντιπαράθεσης κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ως προς τον ορισμό της επόμενης ηγεσίας της Δικαιοσύνης βρίσκεται η ύπαρξη πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης -ή η απουσία της-, δεδομένης της εκπεφρασθείσας πρόθεσής της να προχωρήσει σε πρόωρες εθνικές εκλογές, εύλογα γεννώνται υπόνοιες σκοπιμοτήτων εκ μέρους αμφοτέρων των πλευρών ως προς την ταυτότητα των προσώπων που προορίζονται για να καταλάβουν τις συγκεκριμένες θέσεις.
Γεγονός το οποίο, επίσης ευλόγως, συνιστά μομφή για τον ίδιο τον θεσμό και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Όσο όμως ερίζει ο πολιτικός κόσμος περί του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος σε ό,τι αφορά στη δυνατότητα της κυβέρνησης να ορίσει τη νέα ηγεσία της Δικαιοσύνης, τόσο πλήττεται το κύρος και η ανεξαρτησία αυτής της εξουσίας, μολονότι τούτη ρητά ορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα.
Βάσει του γράμματος αυτού του Συντάγματος, η παρούσα κυβέρνηση δύναται -μετά την 30ή Ιουνίου, οπότε λήγει η θητεία του Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου- να προχωρήσει στην πλήρωση αυτών των θέσεων με δικαστικούς της επιλογής της.
Οι σχετικές ακροάσεις έχουν ήδη ολοκληρωθεί από τη Βουλή και εναπόκειται στο υπουργικό συμβούλιο να διατυπώσει τις επιλογές του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την επικύρωση των διορισμών.
Με τις εθνικές κάλπες να στήνονται μόλις μία εβδομάδα αργότερα, στις 7 Ιουλίου, η δυσαρμονία μεταξύ γράμματος και πνεύματος των σχετικών συνταγματικών προβλέψεων προκύπτει ευθέως.
Αφορά, δε, αυτή η δυσαρμονία τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος: μία κυβέρνηση η οποία ακόμη χαίρει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου δηλώνει ότι απώλεσε τη λαϊκή εύνοια -και άρα την πολιτική νομιμοποίηση-, όπως αυτή εκφράστηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές, ενώ εξακολουθεί να εξετάζει τις επιλογές της για τον ορισμό της νέας ηγεσίας του Αρείου Πάγου.
Με άλλα λόγια, εξετάζει το -νόμιμο κατά τα λοιπά- ενδεχόμενο να δεσμεύσει τον τόπο και την επόμενη κυβέρνηση για σειρά ετών με πρόσωπα της επιλογής της στη Δικαιοσύνη, ενόσω η ίδια παραδέχεται ότι έχει χάσει την εύνοια της πλειοψηφίας και ως εκ τούτου οφείλει να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εθνικές εκλογές.
Όλα αυτά, όμως, καθίστανται δυνατά επειδή το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας αρνήθηκε για ακόμη μία φορά να προχωρήσει στις απαραίτητες συνταγματικές τροποποιήσεις, κατά την πρόσφατη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης, βάσει των οποίων θα ενισχυόταν η ανεξαρτησία του θεσμού της Δικαιοσύνης.
Ενόσω η χώρα μας αρνείται να υιοθετήσει θεμελιώδεις προβλέψεις για τον διαχωρισμό και τη διάκριση των εξουσιών, ας μην αναμένει, βεβαίως, τα οφέλη που θα μπορούσε να δρέψει ως κράτος δικαίου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.