Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90, υψηλόβαθμος αξιωματούχος μεγάλης δυτικής χώρας διερωτάτο ενώπιον μελών της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας: «Γιατί δεν τους "αγοράζετε" να τελειώνετε με αυτή την υπόθεση;».
Η κυνική αναφορά του στο ζήτημα των Σκοπίων, η οποία αφορούσε μία -κάποιας μορφής- οικονομική «κατάκτηση» της γείτονος, μέσω επενδύσεων και καθιέρωσης στενών εμπορικών δεσμών, δεν βρήκε τότε ευήκοα ώτα στην Ελλάδα, τουλάχιστον μεταξύ των κυριότερων εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος.
Λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να καταβάλλεται μία προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, δίχως όμως «εντυπωσιακά» αποτελέσματα.
Πλέον, δε, η χώρα μας αδυνατεί να διαδραματίσει έναν ρόλο αυτού του είδους, ακόμη κι αν το επεδίωκε, δεδομένης της δεινής οικονομικής θέσης στην οποία παραμένει.
Αντίθετα, επιδιώκει τη διευθέτηση των όποιων διαφορών της με τη γείτονα μέσω της «Συμφωνίας των Πρεσπών» και των μεθόδων που αυτή θεσμοθετεί για την επίλυσή τους.
Κατά πόσον αυτή η διαδικασία θα αποδειχθεί επιτυχής, θα καταδειχθεί μόνον -όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση- εκ του αποτελέσματος.
Εάν, δηλαδή, υπάρξει όντως αύξηση των οικονομικών συναλλαγών, δημιουργία θέσεων εργασίας ένθεν και ένθεν και υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων διασύνδεσης των δύο κρατών, όπως λέγει ο Έλληνας πρωθυπουργός Α. Τσίπρας, τότε το αποτέλεσμα θα έχει δικαιώσει την προσπάθεια.
Η οδός, όμως, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι η υπέρβαση των εκατέρωθεν επιφυλάξεων και η επίδειξη πνεύματος ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιτυχία του όλου εγχειρήματος εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στις εργασίες των διμερών επιτροπών, οι οποίες θα συσταθούν για την επίλυση ζητημάτων τα οποία άπτονται των επωνυμιών, της ορολογίας και των εμπορικών σημάτων, όπως και άλλων επιχειρηματικών ζητημάτων.
Στον βαθμό που το αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος καταδειχθεί αμοιβαία επωφελές και οδηγήσει σε στενότερες οικονομικές σχέσεις τις δύο πλευρές, θα έχει ευοδωθεί και η ευρύτερη προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεών τους και υπέρβασης όσων τους χώριζαν έως τώρα.
Ως προς τούτο, δε, ο Αλέξης Τσίπρας έχει δίκιο: «Προσπαθούμε να χτίσουμε μια διαφορετική αφήγηση για τα Βαλκάνια, μακριά από αυτή της βίας και των πολέμων».
Όπως είπε, επιχειρείται να δημιουργηθεί ένα αφήγημα αλληλοκατανόησης, κάτι που θα είναι επιτυχία για τα Βαλκάνια αλλά και την Ευρώπη. «Έχουμε χάσει πολύ καιρό και πρέπει να τρέξουμε μπροστά», τόνισε ο κ. Τσίπρας.
Η οδός, δε, για την κάλυψη του χαμένου χρόνου δεν διέρχεται μόνον από την υπογραφή των μνημονίων συνεργασίας στις μεταφορές και στα κοινά επιχειρησιακά προγράμματα που συμφώνησαν οι δυο πλευρές.
Κυριότερα διέρχεται διαμέσου της επίδειξης αμοιβαίου σεβασμού και της δημιουργίας ενός «νέου χώρου συνεργασίας με κοινά συμφέροντα», όπως τον χαρακτήρισε ο κ. Ζόραν Ζάεφ.
Πρόκειται για ακριβώς εκείνο το οποίο περιέγραφε πριν από περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, με τόσο κυνισμό αλλά και αίσθηση πραγματικότητας, ο συγκεκριμένος εκπρόσωπος μεγάλης δυτικής χώρας απευθυνόμενος προς στελέχη του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Τότε η επικράτηση λαϊκιστικών και εθνικιστικών προτεραιοτήτων δεν επέτρεψαν σε αυτή τη στρατηγική να καρποφορήσει, αφήνοντας τον χρόνο να κυλήσει προς ζημία αμφοτέρων των πλευρών.
Κατά πόσον μπορεί να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος μέσω της «Συμφωνίας των Πρεσπών» και όσων αυτή προβλέπει, μέλλει να καταδειχθεί.
Τουλάχιστον, όμως, θα έχει καταβληθεί μία έμπρακτη προσπάθεια, κατά τρόπο απολύτως μετρήσιμο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.