Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το κύριο όφελος της συνάντησης μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Α. Τσίπρα και του Τούρκου προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν, χθες στην Άγκυρα, αφορούσε την ύπαρξη διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών, αντί της απουσίας του.
Ούτως ή άλλως, οι προσδοκίες για το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν περιορισμένες, υπό την σκιά και του βεβαρημένου κλίματος που δημιούργησε η επικήρυξη των 8 Τούρκων στρατιωτικών από την Άγκυρα, αλλά και των δηλώσεων του προεδρικού εκπροσώπου Ιμπραήμ Καλίν περί «τουρκικής μειονότητας», «νησιών» και άλλων τινών, προϊδεάζοντας και περί των προσδοκιών της άλλης πλευράς σχετικά με την έκβασή της.
Αντίστοιχα, η ατζέντα της τουρκικής πλευράς είναι γνωστή και η διαπραγματευτική της τακτική μαξιμαλιστική, καθιστώντας άσκοπη την καλλιέργεια ιδιαίτερων ελπίδων σχετικά με το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης συνάντησης.
Παρά ταύτα, το ουσιαστικό όφελός της, για αμφότερες τις πλευρές, είναι ότι έδωσε ακόμη μία δυνατότητα επικοινωνίας, επί της οποίας, όπως επεσήμανε και ο κ. Τσίπρας, μπορούν να κτιστούν τα επόμενα βήματα προσέγγισης μεταξύ των δύο πλευρών.
Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, «πρέπει να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για ασφάλεια, ειρήνη και συνεργασία στο Αιγαίο. Αυτό προϋποθέτει να κτίζεις προσεκτικά. Θέλουμε να βάλουμε θεμέλια για να κτίσουμε. Δεν μπορούμε να κτίσουμε χωρίς θεμέλια, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε σημαντικά βήματα, αργότερα».
Άποψη την οποία εμφανίστηκε να συμμερίζεται και ο κ. Ερντογάν, λέγοντας ότι οι δύο πλευρές πρέπει να καταρτίσουν έναν οδικό χάρτη πριν ξεκινήσουν τον διάλογο, ώστε να δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους.
Χάριν αυτής της επικοινωνίας αποφεύχθηκαν κατά το παρελθόν, όπως παραδέχθηκε ο κ. Τσίπρας, συγκεκριμένοι «κίνδυνοι» μεταξύ των δύο πλευρών, τονίζοντας ότι «αν δεν είχα τη δυνατότητα να σηκώσω το τηλέφωνο, θα ήταν πιθανό να βρεθούμε -χωρίς πρόθεση- μπροστά σε σημείο επικίνδυνο».
Πέραν τούτων, όμως, ουδέν ή εντέλει ελάχιστα, εξ όσων ελέχθησαν δημοσίως, πλην της διάθεσης της ελληνικής πλευράς να θέσει ένα τέλος στην υπόθεση των 8 στρατιωτικών, υποσχόμενη στενότερη διασυνοριακή συνεργασία σε ζητήματα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της τρομοκρατίας, στην οποία εντάσσει ο κ. Ερντογάν και τους 8 στρατιωτικούς.
Η απόσταση που χωρίζει ακόμη τις δύο πλευρές είναι δεδομένη, όπως σαφές είναι και το οξύ και μαξιμαλιστικό πνεύμα με το οποίο η Άγκυρα προσεγγίζει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Χαρακτηριστική, εξ όσων ελέχθησαν κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, η περίπτωση της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, για την οποία αντέτεινε ο κ. Ερντογάν την υπόθεση των Μουφτήδων στη Δ. Θράκη ή -ακόμη- εκείνη του χαρακτηρισμού του εκεί μουσουλμανικού πληθυσμού ως «ομογενών».
Αντίθετα, εκεί όπου εμφανίζεται πεδίο δόξης λαμπρό για την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων των δύο πλευρών είναι το οικονομικό πεδίο -με τον κ. Ερντογάν να προαναγγέλλει επιχειρηματικές συμφωνίες κατά τη διάρκεια επικείμενου συνεδρίου στη Θεσσαλονίκη αλλά και συζητήσεις στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών για την αύξηση του διμερούς εμπορίου.
Κατά πόσον προλειαίνεται έτσι το πεδίο για συνεργασίες και στον ενεργειακό τομέα, πέραν εκείνης του αγωγού TAΡ και του Turkish Stream, δεν είναι ωστόσο σαφές, καθώς πλέον εισερχόμεθα στον πυρήνα της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών και γι' αυτό, όπως αμφότεροι οι ηγέτες διαπίστωσαν, είναι ακόμη πολύ νωρίς…
Ας «κρατήσουμε» μόνον ότι μιλάμε. Πράγμα απολύτως χρήσιμο σε περιόδους έντασης όπως η παρούσα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.