Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η έκδοση πενταετούς ομολόγου χθες, με επιτόκιο 3,6% και κουπόνι 3,45%, μέσω του οποίου το ελληνικό Δημόσιο θα αντλήσει το ποσόν των 2,5 δισ. ευρώ, ήταν, αν μη τι άλλο, απολύτως χρήσιμη και συνιστά ένα καλό -πλην πρώτο- βήμα.
Χρήσιμη, κατ’ αρχήν, για την κυβέρνηση, καθώς αποτέλεσε την πρώτη μεταμνημονιακή έκδοση και συνέβαλε -από κοινού με την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού- στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης από την υψηλού πολιτικού κόστους Συμφωνία των Πρεσπών και στη συντήρηση του αφηγήματος ότι η χώρα εξέρχεται της κρίσης.
Χρήσιμη, επίσης, σε ό,τι αφορά στην επαναβεβαίωση της επακριβούς θέσης την οποία κατέχει η χώρα μας στις κλίμακες της διεθνούς αγοράς κεφαλαίων και της δυνατότητάς της να έχει πρόσβαση σε αυτήν, έστω με σχετικά ακριβούς όρους.
Βάσει της χθεσινής έκδοσης, δηλαδή, επαναβεβαιώθηκε ότι η χώρα μας μπορεί να δανείζεται -για πενταετείς εκδόσεις- με επιτοκιακούς όρους της τάξης του 3,6%, την ίδια ώρα που η ευθέως συγκρίσιμη σε όρους οικονομίας -αν και όχι σε ύψος χρέους- Πορτογαλία δανείζεται για τις ίδιες διάρκειες με κόστος χαμηλότερο του 0,50%, η γειτονική μας Ιταλία με κόστος χαμηλότερο του 1,5% και η αδελφή Κύπρος με κόστος χαμηλότερο του 1%.
Υπό αυτό το πρίσμα, πέραν του όποιου οφέλους σε σχέση με τη λεγόμενη «καμπύλη αποδόσεων» που εμφανίζουν τα ελληνικά «χαρτιά», η χθεσινή έκδοση αποτελεί μία λαμπρή υπενθύμιση ότι το κόστος δανεισμού μίας χώρας είναι μία έννοια «σχετική» έναντι του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται αυτή η χώρα και συναρτάται άμεσα και ευθέως με την αξιοπιστία της, όπως αυτή καταγράφεται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Ενόσω τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν σε «μη επενδυτική» διαβάθμιση (non investment grade) θα παραμένουν εκτός παιδιάς για τα μεγαλύτερα επενδυτικά ταμεία παγκοσμίως, τα «investment grade funds», τις ασφαλιστικές εταιρείες με αντίστοιχους περιορισμούς επενδυτικής διαβάθμισης κ.λπ.
Αντίθετα -εξ ορισμού- θα έλκουν το ενδιαφέρον των distress funds (επενδυτικών ταμείων που εντοπίζουν τη δραστηριότητά τους σε προβληματικά στοιχεία ενεργητικού), των hedge funds (ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου) και των χαρτοφυλακίων υψηλών αποδόσεων (high yield funds) και άρα υψηλού ρίσκου.
Το αισιόδοξο της όλης υπόθεσης, βέβαια, είναι ότι ο φίλτατος υπουργός των Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος επεσήμανε χθες αυτή τη διαφορά, αναφερόμενος στην ταυτότητα των επενδυτών που συμμετείχαν στην έκδοση του 5ετούς ομολόγου, λέγοντας ότι «αρχίζει μια μεταστροφή, από hedge funds σε κανονικούς επενδυτές», εξηγώντας ότι «από αυτή την έκδοση η Ελλάδα αλλάζει κατηγορία».
Επ’ αυτού, βέβαια… ίδωμεν.
Αυτό στο οποίο, ωστόσο, οφείλουμε να συμφωνήσουμε με τον φίλτατο κ. Τσακαλώτο είναι ότι η χθεσινή έκδοση συνέβαλε στη διαδικασία βελτίωσης του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Ελλάδα από το διεθνές επενδυτικό κοινό.
Μετά από μία μακρά περίοδο αποστροφής και ιδιαίτερα υψηλών αποδόσεων, τα ελληνικά «χαρτιά» αποτελούν εκ νέου αντικείμενο συζήτησης, με βελτιωμένους όμως όρους. Ίσως να μην πρόκειται περί «success story», σαφώς όμως δεν είναι κάτι το αρνητικό.
Μπορούμε να δανειζόμαστε με σχετικά ακριβότερους επιτοκιακούς όρους έναντι του περίγυρού μας αλλά τουλάχιστον μπορούμε να δανειζόμαστε, επαφιόμενοι έτσι λιγότερο -για την ακρίβεια, κατά το ισόποσο της έκδοσης-, στο περίφημο κεφαλαιακό «μαξιλάρι» που έχει χτίσει το υπουργείο Οικονομικών.
Εάν τώρα σε αυτή τη συζήτηση προσθέσουμε τις παραμέτρους της αξιοπιστίας, της εξασφάλισης επενδυτικής διαβάθμισης ή ακόμη και εκείνη της επιτάχυνσης του ρυθμού ανάπτυξης (καθώς τη συζήτηση του χρέους την… κλείσαμε με τους εταίρους μας), ίσως καταφέρουμε να οδηγηθούμε σε περισσότερο ενδιαφέροντα συμπεράσματα…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.