Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σήμερα το μεσημέρι, κατά πάσα βεβαιότητα και πλην απροόπτου, το ελληνικό Κοινοβούλιο θα κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Με αυτόν τον τρόπο, κατά ορισμένους, τερματίζεται ένα ζήτημα το οποίο -καλώς ή κακώς- χαρακτηριζόταν ως μείζονος εθνικής σημασίας και οδηγείται η ευρύτερη Βαλκανική σε μία εποχή σταθερότητας, καθώς ανοίγει ο δρόμος για την ένταξη των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Αντίθετα, κατά άλλους, η κύρωση της συγκεκριμένης Συνθήκης από την Ελλάδα μπορεί να ανοίξει τους «ασκούς του Αιόλου» στην περιοχή, οδηγώντας σε αποσταθεροποίηση -για σειρά λόγων- και συνάμα οδηγεί σε παραχωρήσεις τις οποίες ουδεμία κυβέρνηση είχε θελήσει να κάνει κατά το παρελθόν.
Η ιστορία θα δείξει ποια εκ των δύο πλευρών έχει δίκιο.
Μέχρι στιγμής, το μόνο βέβαιο αυτής της υπόθεσης είναι ότι έχει οδηγήσει σε έναν πρωτοφανή διχασμό την πατρίδα μας, για τα μεταπολιτευτικά χρονικά της. Διχασμό πολιτικό, σε επίπεδο κομμάτων ή ακόμη και μεταξύ των ίδιων των βουλευτών και βεβαίως, διχασμό κοινωνικό, μεταξύ των πολιτών της χώρας.
Η ευθύνη, δε, για το γεγονός αυτό βαρύνει κυρίως την κυβέρνηση, δίχως να είναι εντελώς άμοιρη ευθυνών και η αντιπολίτευση. Αξιωματική και λοιπή.
Επί ένα εξάμηνο και πλέον, η κυβέρνηση του τόπου διαπραγματευόταν σε ανώτατο επίπεδο δίχως ουσιαστική ενημέρωση του πολιτικού κόσμου της χώρας ως προς το περιεχόμενο αυτής της διαπραγμάτευσης.
Μόνη εξαίρεση, η ενημέρωση που προσέφερε άπαξ την προηγούμενη Άνοιξη ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς και στην οποία είχε μετάσχει εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο κ. Γ. Κουμουτσάκος, καθώς ο αρχηγός της, Κ. Μητσοτάκης, είχε αρνηθεί τη συμμετοχή του στη σχετική συνάντηση, επικαλούμενος -ακριβώς- την απουσία πρότερης ενημέρωσης επί της διαπραγμάτευσης.
Ούτε το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών συνεκλήθη, όπως είθισται επί ζητημάτων μείζονος εθνικού ενδιαφέροντος, ούτε -βεβαίως- συγκροτήθηκε μία λεγόμενη «εθνική γραμμή» επί του ζητήματος.
Αντίθετα, η κυβέρνηση συνέχισε να επικαλείται την αντίστοιχη γραμμή η οποία είχε διαμορφωθεί επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή και οδήγησε στο ελληνικό «βέτο» επί του ζητήματος των Σκοπίων, κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, στο Βουκουρέστι, τον Απρίλιο του 2008.
Με γραπτή ανακοίνωσή του, χθες, ο κ. Καραμανλής δήλωσε ότι «το ιδιαίτερα αποτελεσματικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που είχε δώσει στη χώρα μας αυτή η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε» και πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «η κριτική της Νέας Δημοκρατίας για την προκείμενη συμφωνία είναι ισχυρή και πλήρως τεκμηριωμένη», επί της ουσίας αρνούμενος ότι τηρήθηκε η «εθνική γραμμή» του 2008.
Από τον προηγούμενο Ιούνιο, οπότε υπεγράφη η συμφωνία στις Πρέσπες από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκο Κοτζιά, της ΠΓΔΜ, Νικολά Ντιμιτρόφ και τον ειδικό απεσταλμένο του ΓΓ του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς στην ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε στους Ψαράδες, παρουσία των πρωθυπουργών των δύο κρατών Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ, έχει κυλήσει πολύς χρόνος. Το ζήτημα έχει βρεθεί στη Βουλή επανειλημμένως, μέσω προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης επί του θέματος αλλά και με αφορμή την πρόταση μομφής που είχε καταθέσει η ΝΔ. Πολλές πτυχές αυτής της Συμφωνίας φωτίστηκαν καλύτερα, για άλλες -όπως βεβαίως και για την ουσία- ο πολιτικός κόσμος ακόμη ερίζει.
Πρόκειται για μία έριδα, δε, η οποία -κατά τα φαινόμενα- θα μας συνοδεύει επί μακρόν και η οποία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, ενδεχομένως, εάν οι αποφάσεις είχαν ληφθεί από κοινού, σε πολύ νωρίτερο στάδιο.
Ίσως, μάλιστα, με τον τρόπο αυτό να μην είχε οδηγηθεί και η χώρα σε έναν τόσο οξύ εσωτερικό διχασμό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.