Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Θέλει τον… τρόπο της η αγορά

Της αγοράς… ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει, όπως κατέδειξαν χθες τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΕΒ. Την προστασία του καταναλωτή δεν την εξασφαλίζουν αγορανομικές διατάξεις, αλλά ο υγιής ανταγωνισμός.

Θέλει τον… τρόπο της η αγορά

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Κατά πάσα βεβαιότητα, η εμπειρία της ελληνικής κρίσης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην αγορά και δη στο λιανεμπόριο, θα καταγραφεί από τον ιστορικό του μέλλοντος ως μία ιστορία επιτυχίας.

Όπως, επίσης, θα καταγραφεί ως μία ιστορία δικαίωσης όσων υποστηρίζουν ότι η αγορά -εφόσον δεν βρίσκεται υπό καθεστώς στρεβλωτικών παρεμβάσεων- έχει ως κύριο μέλημά της την προστασία και ενίσχυση των δεσμών της με το καταναλωτικό κοινό, ως μέσο επιβίωσης.

Κατά τρόπο στωικό και νηφάλιο και με τη βαρύτητα των στοιχείων που παρουσίασε χθες, ο ΣΕΒ κατέδειξε ότι το «εργαλείο» των εκπτώσεων και προωθητικών προσφορών που χρησιμοποίησε το οργανωμένο λιανεμπόριο και ιδίως ο κλάδος των σούπερ μάρκετ κατά τη διάρκεια της κρίσης βελτίωσε την αγοραστική δύναμη του καταναλωτή και συνάμα αποτέλεσε μέσο επιβίωσης για τον ίδιο τον κλάδο.

Παρά την πρωτοφανή οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε την απώλεια περίπου του 1/3 του διαθέσιμου εισοδήματος, με αποτέλεσμα την κατακρήμνιση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 25% την περίοδο 2008-2017, η ύπαρξη προσφορών και προωθητικών ενεργειών εκ μέρους του λιανεμπορίου προσέφερε «σανίδα σωτηρίας» για το ευρύ καταναλωτικό κοινό.

Η απήχηση αυτής της πολιτικής, δε, καταδεικνύεται και από την επίδραση που είχε στις καταναλωτικές συνήθειες των νοικοκυριών, τα οποία προσανατόλισαν το αγοραστικό ενδιαφέρον τους σε μάρκες και καταστήματα που εμπλέκονται σε προσφορές αυτού του είδους, προτιμώντας τα μάλιστα ακόμη και από τα παραδοσιακά φθηνότερα «μη επώνυμα» (no brand) προϊόντα.

Όλα αυτά συνέβησαν, δε, υπό το φως σειράς προσπαθειών εκ μέρους του κράτους να ελέγξει την αγορά κατά τρόπο αγορανομικό, μέσω διατάξεων που περιόριζαν την πολιτική των προσφορών και των εκπτώσεων.

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σχετική μελέτη του ΣΕΒ, για χρόνια, αγορανομικές διατάξεις επιβάρυναν η μία μετά την άλλη την αγορά με περιττά κόστη συμμόρφωσης και αβεβαιότητα, για να αναιρεθούν, ταχύτερα ή αργότερα, και πάντα αφού είχαν δημιουργήσει μεγάλες και αναίτιες ζημιές.

Κι αυτό διότι πέρα από τον πρόσκαιρο επικοινωνιακό εντυπωσιασμό, αποτύγχαναν να κάνουν αυτό που διακήρυτταν, δηλαδή, να προστατεύσουν τον καταναλωτή (π.χ. σε μόλις δύο έτη, μεταξύ 2009 και 2011, εκδόθηκαν τέσσερις αγορανομικές διατάξεις, εκ των οποίων οι δύο τελικά ανακλήθηκαν ή ακυρώθηκαν).

Παράμετρος-κλειδί σε αυτή τη διαδικασία είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε μία διαχρονική σχέση με τον καταναλωτή δεν επιθυμούν να τον παραπλανήσουν, αλλά να του προσφέρουν κίνητρο για τη διατήρηση της σχέσης τους.

Στον βαθμό που η Πολιτεία ασκεί τον ελεγκτικό ρόλο της, για την προστασία τόσο των επιχειρήσεων όσο και του καταναλωτικού κοινού από αθέμιτες πρακτικές, οι διοικητικοί περιορισμοί μειώνουν τον ανταγωνισμό και οδηγούν σε ζημία όλα τα εμπλεκόμενα μέρη: Καταναλωτές, επιχειρήσεις και το ίδιο το κράτος.

Πρέπει, τονίζει στη μελέτη του ο ΣΕΒ, «…να γίνει κατανοητό από όλους ότι η ενίσχυση του ανταγωνισμού αποτελεί προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας».

Όπως τονίζει και ο ΟΟΣΑ, ο καταναλωτής πρέπει να είναι διαρκώς σε θέση να επιλέξει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που θα κρίνει ότι είναι οι πλέον συμφέρουσες για τον ίδιο, έχοντας στη διάθεσή του όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

Όσο ταχύτερα αποδεχθούμε αυτό το γεγονός, τόσο νωρίτερα θα μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας.

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v