Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Έξοδος στις αγορές με την εξασφάλιση επιτοκίων αντίστοιχων των κρατών μελών της ευρωζώνης που είναι ευθέως συγκρίσιμα με εμάς, όπως η Πορτογαλία, θα συνιστούσε επιτυχία πέραν πάσης αμφισβητήσεως, ενδεχομένως και με πολιτικές προεκτάσεις.
Όμως, δεν είμαστε εκεί.
Δεν είμαστε εκεί, δε, όχι μόνον εξαιτίας της τρέχουσας πολιτικής κρίσης στην Ιταλία και της αναταραχής που αυτή προκάλεσε στις αγορές, αλλά επειδή έχουμε κατορθώσει να ανακτήσουμε μόνον ένα τμήμα της χαμένης μας αξιοπιστίας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ μνημονιακών ετών.
Άμεσα, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να προσφύγει στις αγορές για την άντληση κεφαλαίων, υπό το φως τόσο του ορίζοντα ωριμάνσεων που έχει κατά την επόμενη διετία, όσο και του κεφαλαιακού αποθέματος που έχει ήδη κτίσει αλλά και της διευκρίνισης που πρέπει να υπάρξει σχετικά με τον τρόπο διάθεσης των υπολοίπων του τρέχοντος χρηματοδοτικού προγράμματος.
Υπό το πρίσμα αυτό, η όλη συζήτηση περί άμεσης εξόδου, ακόμη και πριν τη λήξη του προγράμματος στις 20 Αυγούστου, είναι μάλλον φιλολογικού χαρακτήρα και το μόνον, ίσως, ενδιαφέρον τμήμα της να αφορά τη λεγόμενη «καμπύλη αποδόσεων», όμως αυτό δεν είναι της παρούσης.
Αυτό που είναι σαφώς της παρούσης, τώρα που εκπνέει το τρίτο κατά σειρά πρόγραμμα το οποίο διήνυσε η Ελλάδα («ουρές» του οποίου θα δούμε να ξετυλίγονται και κατά την επόμενη διετία), αφορά αυτή την περίφημη «ψαλίδα» που εξακολουθεί να υφίσταται στις αποδόσεις μεταξύ των πορτογαλικών και των ελληνικών εκδόσεων ομολόγων, της τάξης των 265 μονάδων βάσης.
Με την παράμετρο του χρέους να στέκει ως η κυριότερη διαφορά μεταξύ των δύο οικονομιών, αλλοιώνοντας καταλυτικά την εξίσωση υπέρ της Πορτογαλίας και με τη φιλελευθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας να παραμένει ακόμη ζητούμενο, η όλη συζήτηση συνοψίζεται σε μία λέξη: εμπιστοσύνη.
Αυτό είναι που αναζητούν οι αγορές και εφόσον μία χώρα μπορεί να το προσφέρει, απολαμβάνει της ευνοίας τους και, βεβαίως, χαμηλότερου κόστους δανεισμού.
Την ευθύνη για όλη αυτή τη συζήτηση, δε, την έχουμε μόνο κατά το δεύτερο σκέλος, καθώς το πρώτο, το οποίο αφορά το χρέος, δηλαδή τους πιθανούς τρόπους ελάφρυνσής του και εντέλει τη βιωσιμότητά του, εξελίσσεται, εν πολλοίς, εν τη απουσία μας.
Εάν αναζητούμε «ευθύνες», λοιπόν, για τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα ακόμη δεν μπορεί να κτυπήσει την πόρτα των αγορών κατά τρόπο «ικανοποιητικό», τότε οφείλουμε να απευθυνθούμε στο σύνολο όσων είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης αυτού του τόπου κατά τη διάρκεια της μνημονιακής οκταετίας και βεβαίως, σε όσους τους ανέδειξαν σε αυτή τη θέση.
Μπορεί η Ελλάδα να ξεπέρασε πέραν πάσης προσδοκίας τους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής οι οποίοι είχαν τεθεί από τους εταίρους και δανειστές μας, όμως υπολείπεται τραγικά στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η υλοποίηση των οποίων θα καθιστούσε τη χώρα μας ανταγωνιστική, τουλάχιστον έναντι άλλων συγκρίσιμων -από πλευράς μεγέθους- οικονομιών.
Όταν ο ΣΕΒ μιλά για επενδυτικό έλλειμμα της τάξης των 100 δισ. ευρώ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τούτο υφίσταται όχι μόνον εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης η οποία μάστισε τη χώρα μας αλλά κυριότερα εξαιτίας της απουσίας πρόσφορου και ελκυστικού εδάφους για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην πατρίδα μας.
Όσο, λοιπόν, δεν καλύπτονται αμφότερα τα σκέλη της συζήτησης περί την Ελλάδα και του βαθμού εμπιστοσύνης που αυτή χαίρει έναντι του απανταχού επενδυτικού κοινού, ας μην περιμένουμε θεαματικές εξόδους στις αγορές, ακόμη κι αν «διαψεύδονται»… αρμοδίως.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.