Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το 2010, όταν η Ελλάδα έστεκε ενώπιον του φάσματος της χρεοκοπίας, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης τη στήριξαν, μέσω του μεγαλύτερου έως τότε προγράμματος διάσωσης στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, κυρίως, για δύο λόγους: Πρώτον, για την αποφυγή διάχυσης του πιστωτικού κινδύνου στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, το οποίο είχε εκτενή έκθεση στο ελληνικό χρέος και δεύτερον, διότι σε αντίθετη περίπτωση, θα υπονομευόταν καταλυτικά η εμπιστοσύνη προς το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, με τη χρεοκοπία μίας χώρας-μέλους του.
Τουλάχιστον, αυτή είναι η κρατούσα θεωρία σχετικά με την ελληνική «διάσωση», στην οποία ενίοτε εμφιλοχωρούν και διάφορα επιχειρήματα περί «αλληλεγγύης» μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Δίχως να αντιστρατευτούμε το σύνολο της παραπάνω επιχειρηματολογίας, θα προσθέσουμε ακόμη έναν λόγο: Διότι μπορούσαν.
Μολονότι οι συμμετέχοντες στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας ενός κράτους-μέλους, δίχως θεσμικά όργανα που θα μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν αλλά, αντίθετα, με ρήτρες απαγόρευσης ως προς τις κρατικές διασώσεις, το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010, περί τα 340,27 δισ. ευρώ ή 147% του ΑΕΠ, κατέστησε την ελληνική διάσωση δυσχερή αλλά εφικτή.
Είναι ιδιαίτερα αμφίβολο εάν οκτώ χρόνια μετά και παρά τη θεσμοθέτηση, αρχικά του EFSF και μετέπειτα του ESM, αλλά και μεσούντος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ, μπορεί να θεωρηθεί εφικτή μία αντίστοιχη διάσωση για την Ιταλία και το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος της, που ανέρχεται σε 2,26 τρισ. ευρώ ή ποσοστό 131,8% του ΑΕΠ της.
Δεν είμαστε ακόμη εκεί, αλλά -κατά τα φαινόμενα- βαδίζουμε γοργά προς τη στιγμή που κάτι τέτοιο ίσως καταστεί αναγκαίο.
Τουλάχιστον η ευθέως ανοδική πορεία των αποδόσεων των ιταλικών δεκαετών ομολόγων, από σχεδόν αρνητικό έδαφος έως πρόσφατα, στο επίπεδο του 2,67% χθες, αυτό μαρτυρά.
Μία πιθανή ιταλική διάσωση, δε, δεν θα αφορά μία χώρα το ΑΕΠ της οποίας αντιπροσωπεύει ποσοστό 1,2% του ΑΕΠ των 28 της ΕΕ αλλά ποσοστό 11,3% του συνολικού πλούτου που παράγουν αθροιστικά σε ετήσια βάση τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ακόμη κι αν το οικονομικά ισχυρότερο εξ αυτών, η Γερμανία, αντιπροσωπεύει ποσοστό 21,1% αυτού του προϊόντος.
Όμως, με τα δομικού χαρακτήρα προβλήματα βρισκόμαστε αντιμέτωποι στους καιρούς των κρίσεων και όχι όταν οι «αγελάδες είναι παχιές».
Από πολλού χρόνου είναι σαφείς -και βεβαίως από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, στον απόηχο της τότε παγκόσμιας πιστωτικής- οι ελλείψεις στην αρχιτεκτονική του ευρώ.
Πρόκειται για ελλείψεις που δημιουργήθηκαν σκόπιμα και βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο του κύματος ευρωσκεπτικισμού, όπως αυτός εκδηλώθηκε και στις πρόσφατες ιταλικές εκλογές, καθώς εδράζονται στην απουσία πολιτικής βούλησης εκ μέρους των κρατών που μετέχουν στο ενιαίο νόμισμα να συναινέσουν είτε στη θεσμοθέτηση κανόνων ενιαίας δημοσιονομικής διακυβέρνησης, είτε αμοιβαιοποίησης του χρέους.
Η ύπαρξη του ευρώ προσέφερε στις χώρες της ευρωζώνης μία μακρά περίοδο νομισματικής σταθερότητας, χαμηλών επιτοκίων και πληθωρισμού «πλησίον αλλά χαμηλότερου του 2%», κατά την καταστατική οδηγία της ΕΚΤ.
Ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησε έναν οικονομικό χώρο εντός του οποίου το κάθε συμμετέχον κράτος -και η επιχειρηματική του κοινότητα- μπορούν να δανειστούν με διαφορετικό κόστος χρήματος έναντι των υπολοίπων, προσφέροντας έτσι πλεονεκτήματα «από την αφετηρία» για τους οικονομικά ισχυρότερους και διευρύνοντας το παραγωγικό προβάδισμά τους έναντι των οικονομικά ασθενέστερων.
Τμήμα αυτής της εξίσωσης είναι, προφανώς, και το δυσθεώρητο εμπορικό πλεόνασμα που εμφανίζει σήμερα η Γερμανία.
Στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν από την ελληνική διάσωση, η ευρωζώνη μπόρεσε να καλύψει μόνο μέρος των αρχικών ελλείψεών της, θεσμοθετώντας όργανα όπως ο ESM.
Κατά πόσον μπορεί να βρει την πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων της -ιδίως υπό το φως όσων εκτυλίσσονται στην Ιταλία- θεωρείται ιδιαίτερα αμφίβολο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.