Στα μνημονιακά χρόνια η Ελλάδα έχασε το πληθυσμιακό στοίχημα. Από το 2010 έως το 2016, τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν στατιστικά στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ, το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων έγειρε υπέρ των θανάτων, κατά 109.760.
Πρόκειται για ένα στοίχημα το οποίο χάνει η χώρα μας σταδιακά αλλά σταθερά επί χρόνια και ιδίως την τελευταία δεκαετία, καθώς -σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- από το 1980 έως το 2016 έχουν υπάρξει 4.029.360 γεννήσεις και 3.755.263 θάνατοι, διαμορφώνοντας το ισοζύγιο για αυτήν την περίοδο οριακά θετικό, όμως, με τάσεις σαφώς υπέρ των… θανάτων.
Ως προς αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία του «Δείκτη Ολικής Γονιμότητας», όπως τον ονομάζει η ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος διαμορφωνόταν στο επίπεδο του 2,23 το 1980 ενώ το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν επίσημα στοιχεία, το 2014, στο επίπεδο του 1,3.
Ο «Δείκτης Ολικής Γονιμότητας» είναι ένα ενδιαφέρον «εργαλείο» που έχουν εφεύρει οι στατιστικολόγοι για να μετρούν το επίπεδο «αντικατάστασης των γενεών», το οποίο στις ανεπτυγμένες χώρες θεωρείται ότι είναι 2,1.
Με αυτόν τον δείκτη, λοιπόν, να διαμορφώνεται περίπου στο ήμισυ του… προσήκοντος για τη χώρα μας, το στοίχημα, επί της ουσίας, έχει χαθεί εδώ και καιρό, γεγονός που «επισημοποιήθηκε» στα χρόνια των μνημονίων και σε απόλυτους αριθμούς.
Υπό το φως αυτών των στοιχείων, ο μόνος λόγος για τον οποίο ο πληθυσμός στην Ελλάδα συνεχίζει να διατηρείται σε περίπου σταθερά επίπεδα (το 2001 ήταν 10.835.989 και το 2017 10.768.193) είναι οι «ελληνοποιήσεις» ή άλλως πως, η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από μετανάστες στη χώρα μας.
Ακόμη, όμως, και με αυτήν τη διαδικασία οι απόλυτοι αριθμοί ακολουθούν πτωτική τροχιά, καθώς, το 2011 η χώρα μας -υπολογιζόταν- ότι αριθμούσε τους 11.123.392 κατοίκους, το 2012 τους 11.086.406, το 2013 τους 11.003.615, το 2014 τους 10.926.807, το 2015 τους 10.858.018, το 2016 τους 10.783.748 και πέρυσι τους 10.768.193.
Τούτων δοθέντων αλλά και με την ανεργία ακόμη να υπερβαίνει το ένα εκατ. ανθρώπους (20,8% τον Δεκέμβριο του 2017) στην πατρίδα μας, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων όπως το ασφαλιστικό, κατά τρόπο αποτελεσματικό ή εντέλει κοινωνικά αποδεκτό;
Ευλόγως, η οικονομική κρίση που διανύει η χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία και το αίσθημα ανασφάλειας που αυτή δημιουργεί στους κατοίκους της συνέβαλλε στη διαμόρφωση της παραπάνω εικόνας. Όποια κι αν είναι, όμως, η οικονομική πορεία της Ελλάδας από τούδε και στο εξής, πρόκειται για μία εικόνα η οποία θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολο να αντιστραφεί.
Εκτός κι αν περπατήσουμε με μεγαλύτερη ένταση ενδεχομένως, σε μία οδό την οποία ήδη ακολουθούμε εδώ και χρόνια. Την «ενσωμάτωση» μεγαλυτέρου αριθμού ανθρώπων, οι οποίοι ήδη βρίσκονταν στην πατρίδα μας.
Με λίγα λόγια, εάν επιλέξουμε να ανταποκριθούμε στην πρόσκληση που ορθώνει μπροστά στη χώρα μας το προσφυγικό/μεταναστευτικό κύμα.
Το 2016, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, η χώρα μας χορήγησε την ελληνική ιθαγένεια σε 33.210 άτομα, ήτοι 138% περισσότερους σε σχέση με το 2015. Εξ’ αυτών, το 86% ήταν Αλβανοί πολίτες, το 1,5% Ουκρανοί και το 1,2% Ρώσοι.
Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, ήσαν και εργάζονταν νομίμως στη χώρα μας, έχουν λευκό ποινικό μητρώο (εξ’ ορισμού λόγω των προβλέψεων του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας) και δεν εντάσσονταν στην παραοικονομία, η οποία ακόμη ανθεί στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ανθρώπους που συνεισφέρουν. Ασφαλιστικά, φορολογικά και εντέλει κοινωνικά.
Την ίδια ώρα, απροσδιόριστος αριθμός άλλων, ο οποίος εκτιμάται από 2 έως και 4 εκατ., βρίσκεται στη χώρα μας υπό «νεφελώδη» έως ευθέως παράνομο τρόπο, αδυνατώντας να ενταχθεί στην «επίσημη οικονομία».
Η αποτελεσματική και με σύνεση αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, ίσως λύσει και πολλά από τα παραπάνω…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.