Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Κακό πράγμα οι αυταπάτες, φίλτατοι.
Από τη σκοπιά των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών μας, το ελληνικό ζήτημα αφορούσε και συνεχίζει να αφορά κυρίως το χρέος της χώρας και δευτερευόντως την υπόθεση των μεταρρυθμίσεων και της ανταγωνιστικότητας.
Η ελληνική διάσωση του 2010 μπορεί να συγκράτησε τη χώρα μας από μία άτακτη χρεοκοπία, όμως -αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο- διέσωσε και τα ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα, κυρίως τα γαλλο-γερμανικά και απέτρεψε τον κίνδυνο διάχυσης της ελληνικής κρίσης στη λοιπή ευρωζώνη.
Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίου, δε, όταν αυτός ο κίνδυνος αποτελεί πλέον μία απλή… ανάμνηση, ελάχιστα κίνητρα υπάρχουν για τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας να προχωρήσουν σε μία γενναία ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και για ακριβώς αυτόν τον λόγο διάκεινται θετικά στην απεμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα.
Κατά τρόπο συστηματικό και επίμονο, τουλάχιστον στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, το ΔΝΤ εμμένει στην ανάγκη εξασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους, όπως επίσης και προώθησης συμπεφωνημένου «πακέτου» μεταρρυθμίσεων, αρνούμενο να ενεργοποιήσει το δικό του πρόγραμμα χρηματοδότησης για τη χώρα μας.
Αντίθετα, θεωρεί ως υπερβολικούς τους μεσοπρόθεσμους στόχους περί πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% επί του ΑΕΠ (2022), εκτιμώντας ότι ακόμη κι αν ο προϋπολογισμός μπορέσει να τους προσφέρει, η εξασφάλισή τους θα είναι ζημιογόνος για τη διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας.
Δεδομένων αυτών των θέσεών του, η συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα θεωρείται ως «βαρίδι» για την ευρωπαϊκή πλευρά, όπως καταγράφεται και σε σχετικό ρεπορτάζ του Euro2day.gr.
Όσο χρήσιμη κι αν υπήρξε για τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας, και κυρίως για τη Γερμανία, η παρουσία του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα το 2010, ως «αντίβαρου» στην πολιτικά επηρεαζόμενη Κομισιόν, άλλο τόσο περιττή κρίνεται πλέον η συμμετοχή του σε αυτό, τώρα που -εκτιμάται- ότι η ευρωζώνη διαθέτει το απαραίτητο οπλοστάσιο (ESM, ποσοτική χαλάρωση κ.λπ.) για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης αναζωπύρωσης της κρίσης.
Το δε οξύμωρο της όλης υπόθεσης είναι ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έφθασε μέχρι του σημείου να τροποποιήσει το καταστατικό του το 2010, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα και πλέον -για ακριβώς τους ίδιους λόγους βιωσιμότητας του χρέους- αρνείται περαιτέρω εμπλοκή του στο ζήτημα της Ελλάδας.
Όμως, όσο ξεκάθαρος κι αν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας αντιμετώπισαν το ΔΝΤ και τον ρόλο του στο ελληνικό πρόγραμμα, άλλο τόσο είναι και ότι η χώρα μας ελάχιστα συνέβαλε ώστε να εμπεδώσει κλίμα εμπιστοσύνης προς τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές μας, ώστε να διευκολύνει την παραχώρηση μίας γενναίας ελάφρυνσης χρέους.
Εξαιτίας ακριβώς αυτής της δυσπιστίας ότι δεν θα υπάρξουν «πισωγυρίσματα» (back tracking) στις μεταρρυθμίσεις, τίθεται υπό αίρεση (conditionality) η υπόθεση της ελάφρυνσης χρέους εκ μέρους των φίλτατων εταίρων μας στην ευρωζώνη.
Υπό αυτό το πρίσμα, η προθυμία με την οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις -της παρούσης βεβαίως συμπεριλαμβανομένης- διάκεινται ευμενώς στο ενδεχόμενο αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα ή εντέλει της μη περαιτέρω συμμετοχής του στην εποπτεία που θα ακολουθήσει, ισοδυναμεί με απεμπόληση του κυριότερου συμμάχου στην υπόθεση ελάφρυνσης του χρέους.
Στο ελληνικό ζήτημα, δίχως αμφιβολία, το ΔΝΤ υπέπεσε σε σωρεία σφαλμάτων.
Το κυριότερο, όμως, εξ αυτών ήταν ότι δεν επέμεινε ευθύς εξαρχής στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, όπως όριζε τόσο η οικονομική λογική όσο και το καταστατικό του.
Πλέον…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.