Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Στον… τόκο κρίνεται ο αγώνας

Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίου, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να πείσει το διεθνές επενδυτικό κοινό ότι άφησε τις παλιές της «αμαρτίες» στο παρελθόν. Μπορεί να το πράξει εντός του επόμενου πενταμήνου;

Στον… τόκο κρίνεται ο αγώνας

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Έτσι όπως στέκουν σήμερα τα πράγματα, στις 21 Αυγούστου 2018 η Ελλάδα θα βρεθεί εκτός μνημονίου.

Για την ακρίβεια, θα βρεθεί εκτός μνημονιακής επιτήρησης, με τη μορφή που γνωρίζαμε έως τώρα αλλά και εκτός μνημονιακής χρηματοδότησης, επίσης, όπως τη γνωρίζαμε έως τώρα.

Η χώρα θα πρέπει να βασίζεται, από εκείνη την ημέρα και μετά, στις δικές της δυνάμεις για την εξυπηρέτηση των όποιων εγχώριων ή διεθνών υποχρεώσεών της, υποβοηθούμενη από το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού, τα χρήματα που θα μπορεί να αντλεί από τις διεθνείς αγορές και το «μαξιλάρι» ασφαλείας που θα σχηματίσει έως τότε, της τάξης των περίπου 20 δισ. ευρώ.

Όπως και να έχει, σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση, αυτές θα είναι οι τρεις «πηγές» ενώ σε ό,τι αφορά στην παράμετρο της επιτήρησης, πέραν των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την ιδιότητά της ως κράτους μέλους της Ευρωζώνης, η Ελλάδα θα παραμείνει υπό κάποιο είδος εποπτείας, η ακριβής μορφή της οποίας μέλλει να διευκρινιστεί, μέχρι την αποπληρωμή του 75% των οφειλών της προς τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές της.

Με αυτά τα δεδομένα και με τις δυνατότητες του προϋπολογισμού να έχουν φθάσει ήδη στα όριά τους, εξαιτίας της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων -τα στοιχεία περί ληξιπρόθεσμων οφειλών στέκουν τρανή απόδειξη ως προς αυτό-, κριτήριο για την επιτυχία ή όχι του όλου εγχειρήματος θα αποτελέσει  το ύψος του επιτοκίου που η χώρα θα καταφέρνει να εξασφαλίζει κατά τον εκάστοτε δανεισμό της από τις διεθνείς αγορές.

Ούτως ή άλλως, η Ελλάδα  δεν έχει ζητήσει να λάβει κάποιου είδους προληπτική γραμμή στήριξης, η οποία θα ενεργοποιούνταν σε περίπτωση προβλημάτων ρευστότητας, αλλά θα συνεπαγόταν και αμεσότερη επιτήρηση εκ μέρους των… χορηγών της.

Επίσης, έτσι όπως στέκουν σήμερα τα πράγματα, αδιευκρίνιστες παραμένουν οι προθέσεις των φίλτατων εταίρων και δανειστών σε ό,τι αφορά στην περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η συμμετοχή ή ο βαθμός της συμμετοχής του ΔΝΤ στην ελληνική υπόθεση, όπως και η βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης που θα έχει η χώρα μας εκ μέρους των μεγάλων διεθνών οίκων, όταν βρεθεί εκτός προγράμματος.

Το μόνο βέβαιο όλης αυτής της εικόνας είναι ότι σήμερα η Ελλάδα υπολείπεται κατά πέντε «σκαλοπάτια» του επιπέδου που χαρακτηρίζεται ως «επενδυτική διαβάθμιση» εκ μέρους των κυριότερων οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, όπως επίσης και ότι η απόδοση του δεκαετούς της ομολόγου «έκλεισε» χθες στο επίπεδο του 4,19%.

Τον Μάιο του 2010, όταν η Ελλάδα εισήλθε σε καθεστώς μνημονίου, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου διαμορφωνόταν περί το 7%, γεγονός που σημαίνει ότι σχεδόν 8 χρόνια μετά απέχουμε μόνον 300 μονάδες βάσης από το επίπεδο αποδόσεων που θεωρήθηκε ως απαγορευτικό για περαιτέρω δανεισμό, οδηγώντας μας στη χρεοκοπία.

Υπό το πρίσμα αυτό, το ελάχιστο χρονικό διάστημα που απομένει έως την έξοδο της χώρας από το καθεστώς μνημονίου αποτελεί μια ύστατη ευκαιρία για την εξασφάλιση χαμηλότερων επιτοκιακών όρων δανεισμού και διασφάλισης, άρα, της βιωσιμότητας του όλου εγχειρήματος.

Εάν κατά το διάστημα αυτό -και βεβαίως τους μήνες που θα το ακολουθήσουν- η Ελλάδα δεν κατορθώσει να πείσει τη διεθνή επενδυτική κοινότητα και τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης ότι έχει απαλλαγεί από τα  προβλήματα που την οδήγησαν στη χρεοκοπία, το μέλλον της στις διεθνείς αγορές ενδέχεται να αποδειχθεί επισφαλές.

Ας μην ξεχνάμε, ότι ενδεχόμενη εξασφάλιση επενδυτικής διαβάθμισης θα συνεπαγόταν όχι μόνο δυνατότητα φθηνού δανεισμού για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα από την ΕΚΤ αλλά και όφελος από τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στα «απόνερα» του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης

Η πολιτική ένταση, η -έως τώρα- απουσία αναπτυξιακού σχεδίου, η παροχολογία, η αύξηση των προσλήψεων -πρόσκαιρων ή μη- στον δημόσιο τομέα και οι καθυστερήσεις στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, δεν συνηγορούν για τη διαμόρφωση κλίματος εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία.

Αντίθετα, αυτό που απαιτείται είναι ομοφωνία του πολιτικού προσωπικού της χώρας για την ανάληψη πρωτοβουλιών, με στόχο τη δημοσιονομική ευταξία και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως, και αυτό φαντάζει ως ένα επισφαλές εγχείρημα…  


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v