Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Δίχως αμφιβολία, «έξω» τα πάμε καλά και εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, εφέτος θα τα πάμε ακόμη καλύτερα.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε πρόσφατα ο κ. Θεόδωρος Βενιάμης, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, η ελληνική ναυτιλία διατηρεί υψηλά ποσοστά πλοιοκτησίας στη διεθνή ναυτιλιακή κατάταξη, ελέγχοντας περίπου το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας και το 50% της ΕΕ, με 4.800 πλοία.
Εάν συνυπολογιστεί, δε, ότι ποσοστό 90% του συνολικού όγκου του διεθνούς εμπορίου διακινείται δια θαλάσσης, όπως δήλωσε στη διάρκεια του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνης Παπαδημητρίου, καθίσταται σαφής η σημασία του ελληνικού εφοπλισμού στην παγκόσμια επιχειρηματική σκακιέρα.
Με άλλα λόγια, δεν τα πάμε απλώς καλά...
Η ναυτιλία είναι μία ανθούσα βιομηχανία με υψηλές επενδύσεις, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στο ότι ο μέσος όρος ηλικίας για τα ελληνόκτητα πλοία είναι στα 11,54 έτη και για τα πλοία υπό ελληνική σημαία στα 13,74 έτη, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 14,81 έτη.
Πρόκειται, δε, κατά πάσα βεβαιότητα, για την πλέον ανταγωνιστική βιομηχανία παγκοσμίως, καθώς το γενικό πλαίσιο κανόνων που διέπουν τη συγκεκριμένη αγορά είναι ενιαίο για το σύνολο των δραστηριοποιούμενων σε αυτήν, όπως βεβαίως, ενιαίες είναι και οι αντιξοότητες που αυτοί συναντούν, εάν δραστηριοποιούνται σε ολόκληρο το φάσμα της.
Πώς γίνεται, όμως, να είμαστε τόσο πετυχημένοι «έξω» και στην Ελλάδα ακόμη να παλεύουμε για να σταθούμε στα πόδια μας;
Η εύλογη απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να αφορά το κράτος και τη λειτουργία του.
Υψηλή γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα, σε συνδυασμό με υπερφορολόγηση και εσωτερική υποτίμηση της εγχώριας αγοράς στη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας, θα μπορούσαν, ίσως, να αποτελέσουν μία πρώτη απάντηση.
Η οποία, όμως, δεν αρκεί, διότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ναυτιλίας και η πορεία συρρίκνωσης της εγχώριας βιομηχανίας, για παράδειγμα, αποτελούν μεγέθη σχεδόν ευθέως αντίστροφα εδώ και δεκαετίες και πάντως από το 1980 έως και σήμερα.
Η απάντηση θα ήταν, ίσως, πληρέστερη, εάν αυτή αφορούσε τόσο στην κακή λειτουργία του κράτους όσο και στην ύπαρξη του λεγόμενου πελατειακού κράτους.
Όταν η μία από τις δύο κύριες αιτίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία προ οκταετίας, αυτή που αφορά στο εμπορικό έλλειμμα, παραμένει ανεπίλυτη ακόμη και τώρα που προσεγγίζουμε στη λήξη της επίσημης μνημονιακής περιόδου της χώρας, εξαιτίας των αντιστάσεων που προέβαλαν στις μεταρρυθμίσεις οι κάθε λογής συντεχνίες, είναι ίσως άσκοπο να αναζητούμε άλλα αίτια για τη σημερινή κατάντια του τόπου.
Στην Ελλάδα έχουμε δεσμά.
«Εξω», εκεί όπου τα δεσμά είναι ανύπαρκτα ή ακριβέστερα είναι ενιαία για όλους, με τη μορφή ενός αυστηρού πλαισίου κανόνων σε σειρά τομέων της ναυτιλιακής δραστηριότητας, τα πάμε περίφημα.
Υπό το πρίσμα αυτό, εάν όντως επιθυμούμε να αποτινάξουμε τα δεσμά που σήμερα κρατούν τον τόπο μας σε καθεστώς χαμηλής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας, ίσως θα έπρεπε να κοιτάξουμε προς τα «έξω».
Να δούμε, δηλαδή, τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους ενώ θριαμβεύουμε σε μία από τις πλέον ανταγωνιστικές αγορές παγκοσμίως, τη ναυτιλία, στην Ελλάδα δεν μπορούμε «να σηκώσουμε κεφάλι», παρά τα τρία προγράμματα προσαρμογής που διήνυσε η χώρα μας.
Εάν είμαστε ειλικρινείς, δε, κατά την ανάλυση αυτή, ίσως αντιληφθούμε ότι όσο περισσότερο «προστατεύουμε» την τάδε ή τη δείνα συντεχνία, τόσο βαθύτερα βυθιζόμαστε όλοι.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.