Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με τη χώρα να εισέρχεται εφέτος το καλοκαίρι σε αχαρτογράφητα -επί οκταετία- εδάφη, δίχως άλλη χρηματοδοτική στήριξη, η εξασφάλιση σταθερότητας και η συνεχής καταγραφή οικονομικής προόδου ανάγονται σε βασικές προτεραιότητες.
Με άλλα λόγια, κάτι που ούτως ή άλλως είναι ζητούμενο ακόμη και για χώρες σε καθεστώς «κανονικότητας», για εμάς είναι παράμετρος επιβίωσης.
Είναι άριστα καταγεγραμμένο γεγονός ότι μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων και χρηματοδοτικής στήριξης, ουδείς Ευρωπαίος εταίρος είναι διατεθειμένος να βάλει εκ νέου «το χέρι στην τσέπη» για την παροχή οικονομικής ενίσχυσης στη χώρα μας ή εντέλει να ζητήσει κάτι τέτοιο από το εθνικό του Κοινοβούλιο.
Εάν η Ελλάδα δεν συνεχίσει να είναι «πειστική» ως προς τις μεταρρυθμιστικές της προθέσεις και τη βούλησή της να ανταποκριθεί στις δημοσιονομικές και λοιπές της δεσμεύσεις, πρόσφορο έδαφος για νέο δανεισμό δεν θα βρει ούτε στις αγορές αλλά ούτε και στους εταίρους της, με βιώσιμους ή προσήκοντες όρους.
Άπαντες, δε, γνωρίζουμε τι θα μπορούσε να σημάνει αυτό.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι καταλυτικής σημασίας η εξασφάλιση ομαλότητας, τουλάχιστον κατά τα πρώτα στάδια της μεταμνημονιακής πορείας της χώρας.
Έτσι, λοιπόν, ελάχιστη υπηρεσία προς αυτή την κατεύθυνση προσφέρει η συζήτηση περί χρονικής μετάθεσης ή και τροποποίησης των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει να υλοποιήσει η κυβέρνηση για τη μείωση των συντάξεων, το 2019, και του αφορολογήτου ορίου, το 2020.
Όπως αντίστοιχα, ελάχιστη υπηρεσία προς την ίδια κατεύθυνση προσφέρουν τυχόν σκέψεις περαιτέρω πολιτικής εκμετάλλευσης και «εξαργύρωσης στην κάλπη» του ζητήματος της Novartis, με την αναβίωση της ρητορικής περί «ηθικού πλεονεκτήματος» και «καθαρού ποινικού μητρώου», που παρατηρείται εσχάτως.
Η οικονομία, οι επενδύσεις και βεβαίως οι αγορές κινούνται κατά κύριο λόγο στη βάση όρων εμπιστοσύνης και σταθερότητας.
Παρά τον θυελλώδη μνημονιακό της βίο, η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει ανακτήσει ένα τμήμα της χαμένης εμπιστοσύνης, γεγονός που σταδιακά αντικατοπτρίζεται στην επιστροφή της -έστω με δειλά βήματα- στις αγορές. Τόσο πέρυσι το καλοκαίρι όσο και την προηγουμένη εβδομάδα.
Εάν η κυβέρνηση επιλέξει να δικαιώσει όσους εκτιμούν το 2018 ως εκλογική χρονιά είναι ιδιαίτερα πιθανό «να κλωτσήσει την καρδάρα με το γάλα», που με τόσο κόπο έδωσε η χώρα, και να ανοίξει τις πόρτες σε μία θυελλώδη προεκλογική περίοδο, τη στιγμή κατά την οποία το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο, από πλευράς κλίματος.
Ούτε μεταρρυθμιστική πρόοδος μπορεί να υπάρξει εν μέσω κλίματος του είδους αυτού, ούτε προώθηση σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων ή άλλων επενδύσεων.
Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα πιθανή η αναβίωση της παροχολογίας, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την ανατροπή του δημοσιονομικού σχεδιασμού.
Εκλογική χρονιά οφείλει να είναι το 2019, οπότε εξάλλου εκπνέει και η νόμιμη θητεία της παρούσας κυβέρνησης. Όσο πιο κοντά δε στον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, τόσο το καλύτερο…
Έως τότε -και αφού έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους-, ένας οφείλει να είναι ο στόχος: Η παραγωγική αναβίωση της χώρας.
Ως προς αυτόν τον στόχο, δε, ελάχιστα έχουμε δει έως τώρα.
Ούτε το «Fast track» είναι ιδιαίτερα… fast, όπως μας λέει ο ΣΕΒ, ούτε συγκροτημένο και πειστικό σχέδιο για τη μεταμνημονιακή πορεία και τη διαβόητη πλέον παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας έχουμε δει…
Ας δώσουμε μία ευκαιρία στη χώρα να σταθεί στα πόδια της και ας γίνουν και οι εκλογές, για μία φορά σε αυτόν τον τόπο, στην ώρα τους…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.