Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το σκληρό πολιτικό ροκ, το οποίο χαρακτήρισε την «παρθενική» κοινοβουλευτική συζήτηση, χθες, μεταξύ του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυρ. Μητσοτάκη, διαψεύδει ευθέως προσδοκίες συναίνεσης και αναβιώνει μνήμες στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης που πόλωσαν και ζημίωσαν τον τόπο.
Την ίδια ώρα που η χώρα σείεται από τις κινητοποιήσεις αγροτών, ελεύθερων επαγγελματιών και άλλων κλάδων, με επίκεντρο το ασφαλιστικό, οι επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων πολιτικών παρατάξεων επέλεξαν να ασχοληθούν με το χθες και όχι με το σήμερα, ή ακόμη σημαντικότερο, το αύριο.
Κυριότερα, αντί διαλόγου με στόχο την εξεύρεση διεξόδου, επιδόθηκαν αμφότεροι σε μία ατέρμονη επίρριψη ευθυνών προς την άλλη πλευρά, σχετικά με λάθη και αμαρτήματα, είτε των τελευταίων 40 ετών, είτε του τελευταίου έτους.
Την ίδια ώρα που αμφότεροι καλούσαν για συνεννόηση και συναίνεση, απέτρεπαν ενδεχόμενη προσέγγισή τους αναπτύσσοντας σφοδρή πολεμική και καθιστώντας τον δυνητικό συνομιλητή τους αντίπαλο.
Αντίστοιχα, σε μία στιγμή κατά την οποία ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας αγωνιά για την πορεία των πραγμάτων και την καθημερινότητά του, οι κυριότεροι πολιτικοί εκφραστές του περιχαρακώθηκαν πίσω από ιδεολογικά κάστρα, με επίκεντρο το κράτος, την αναδιανομή εισοδήματος, ή ακόμη και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το εύρος, δε, της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πολιτικών ανδρών ήταν τέτοιο, που δεν επιτρέπει ελπίδες δημιουργίας κλίματος συναίνεσης, με επίκεντρο είτε την παρούσα μεταρρύθμιση, είτε άλλα, μείζονος σημασίας νομοθετήματα, στο πλαίσιο της υλοποίησης των δεσμεύσεων της χώρας έναντι εταίρων και δανειστών.
Έτσι, όμως, φίλτατοι, το μόνο που κατορθώνουν οι πολιτικοί εκφραστές του σημαντικότερου τμήματος του εκλογικού σώματος είναι η διαιώνιση της πόλωσης και η επανάληψη του τόσο γνώριμου πολιτικού σκηνικού της στείρας άρνησης εκ μέρους της «άλλης» πλευράς, που χαρακτήρισε τη μεταπολιτευτική ζωή του τόπου.
Αν οι δύο πολιτικοί άνδρες κατέδειξαν κάτι χθες, αυτό ήταν ότι παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης -ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο- και πως το ηλικιακό τους προτέρημα δεν συνεπάγεται αυτόματη ανανέωση ή αναζωογόνηση της ποιότητας του πολιτικού διαλόγου.
Όμως, εάν έχουν έτσι τα πράγματα, εάν τίποτε δεν έχει αλλάξει στην πολιτική σκηνή του τόπου, παρά τις εναλλαγές προσώπων στις ηγεσίες των δύο κυριότερων πολιτικών σχηματισμών της χώρας, γιατί θα έπρεπε να προσδοκούμε σε κάτι καλύτερο;
Εάν ο μόνος ρόλος που μπορούν να αναλάβουν αυτοί οι άνθρωποι είναι εκείνος του πολιτικού μονομάχου, γιατί θα έπρεπε να ελπίζουμε στο ενδεχόμενο συνεννόησης μεταξύ τους;
Το εύρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα ο τόπος δεν μπορεί να ξεπεραστεί με ισχνές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Η επίκληση από τον κ. Μητσοτάκη της ρήσης Γιαννίτση αναφορικά με το ασφαλιστικό ζήτημα, σύμφωνα με την οποία «για να υπάρξει λύση, χρειάζεται νέα κοινωνική συμφωνία», εντοπίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις σημερινές ανάγκες του τόπου.
Αυτή η κοινωνική συμφωνία, όμως, οφείλει να πηγάσει, πρωτίστως, από τους πολιτικούς εκφραστές της ελληνικής κοινωνίας ή τουλάχιστον τους κυριότερους εξ αυτών.
Εάν οι κ.κ. Τσίπρας και Μητσοτάκης είναι τόσο πρόθυμοι, όσο εμφανίστηκαν χθες, να αναβιώσουν την πόλωση και την πολιτική ένταση χάριν των πολιτικών σκοπιμοτήτων τους, ή εντέλει του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύουν τον κοινοβουλευτικό διάλογο, τότε πώς είναι δυνατόν να εμπεδωθεί κλίμα μίας νέας κοινωνικής συμφωνίας στη χώρα;
Αντιλήψεις όπως αυτές δεν είναι που μας οδήγησαν στα σημερινά δεινά μας αλλά και στη διαπίστωση ΓΑΠ –προ εξαετίας- «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε»;
Δεν έχουμε βουλιάξει αρκετά έως τώρα;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.