Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι...

Η αβάσταχτη προχειρότητα με την οποία η κυβέρνηση προσεγγίζει το ζήτημα των λεγόμενων ισοδύναμων και της αύξησης ή μη του ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, στο βόειο κρέας ή των τελών κυκλοφορίας ΙΧ, συνιστά εμπαιγμό. Των εταίρων και δανειστών, αλλά κυριότερα όλων ημών...

Η επιβολή ή μη ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση είναι μια σοβαρή υπόθεση.

Αφορά εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες που στέλνουν τα παιδιά τους είτε στα ιδιωτικά σχολεία, από τα οποία προσδοκούν να αντλήσουν καλύτερες εκπαιδευτικές υπηρεσίες από εκείνες που τους παρέχουν τα δημόσια, είτε σε φροντιστήρια, ώστε να αναπληρώσουν όσα αδυνατεί να τους... προσφέρει το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

Κατά πάσα βεβαιότητα, δε, η συντριπτική πλειονότητα των οικογενειών αυτών, μετά από έξι χρόνια ύφεσης και ανεργίας, στέλνει τα παιδιά της στα ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια με το υστέρημά της, παρά με το περίσσευμά της, ακριβώς επειδή αξιολογεί ως μια ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση τη μόρφωσή τους.

Το γεγονός ότι αξιολογούν τη μόρφωση των παιδιών τους ως καίριας σημασίας προκύπτει και από την απόφασή τους να απεμπολήσουν το δικαίωμά τους στη λεγόμενη «δωρεάν» εκπαίδευση που παρέχει το κράτος, μολονότι έχουν ήδη πληρώσει γι' αυτήν μέσω των φόρων που καταβάλουν, και να πληρώσουν επιπρόσθετα για τις υπηρεσίες της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Άρα, λοιπόν, όταν το κράτος επιλέγει να αυξήσει το επιπρόσθετο κόστος που επωμίζονται αυτές οι οικογένειες κατά 23%, ώστε να βρει ποσό άνω των 300 εκατ. ευρώ που του λείπει από τον κορβανά του, είναι βέβαιον ότι, αν μη τι άλλο, με την απόφασή του αυτή επηρεάζει καταλυτικά τις ζωές και την καθημερινότητα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων επί ενός ζητήματος το οποίο αξιολογούν ως καίριας σημασίας.

Ωστόσο, από τα μέσα του καλοκαιριού, οπότε πρότεινε προς τους θεσμούς τη λήψη του μέτρου αυτού η κυβέρνηση, η ελληνική κοινωνία και ειδικότερα το άμεσα εμπλεκόμενο τμήμα της εμπαίζεται.

Αρχικά, η απόφαση επιβολής ΦΠΑ 23% αφορούσε τα φροντιστήρια και για αυτά θεσμοθετήθηκε.

Όταν, όμως, έγινε κατανοητό ή αντιληπτό από την κυβέρνηση ότι το μέτρο όφειλε να επεκταθεί σε ολόκληρο το φάσμα της ιδιωτικής εκπαίδευσης και μάλιστα με τον ίδιο συντελεστή, υπήρξε σκεπτικισμός και μερική υπαναχώρηση.

Παρά τη θεσμοθέτησή του, δόθηκε παράταση στην έναρξη εφαρμογής του και μια σειρά εναλλακτικών ή «ισοδύναμων» μπήκαν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, όπου κατά τα φαινόμενα βρίσκονται ακόμη. Μεταξύ αυτών η αύξηση του ΦΠΑ στο βόειο κρέας, που επανήλθε ως ενδεχόμενο, και εσχάτως η αύξηση των τελών κυκλοφορίας των ΙΧ...

Από το τραπέζι δε αυτό παρέλασαν και προτάσεις σχετικά με την επιβολή χαμηλότερων συντελεστών ΦΠΑ, που όμως απορρίφθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τους κοινοτικούς μας εταίρους, σύμφωνα με τους οποίους το μέτρο οφείλει να αφορά συντελεστή είτε 23%, είτε 0%.

Η περίοδος της παράτασης έληξε την προηγουμένη εβδομάδα.

Ωστόσο, η αβεβαιότητα σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου συνεχίζεται, με την αναπληρώτρια υπουργό Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου να δηλώνει μόλις χθες ότι «ο ΦΠΑ στην εκπαίδευση είναι ένα από τα ανοικτά ζητήματα στις διαπραγματεύσεις και το πολεμάμε», αλλά με την Εφορία ήδη να επιβάλλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις που δεν το εφαρμόζουν.

Για να αποκτήσει δε το θέμα διαστάσεις γνήσιας ιλαροτραγωδίας, ορισμένες ΔΟΥ επιλέγουν να βάλουν πρόστιμο στις επιχειρήσεις που δεν επιβαρύνουν με ΦΠΑ τα δίδακτρα και άλλες όχι.

Όπως αποκάλυψε χθες ο τηλεοπτικός σταθμός Mega, το πρώτο πρόστιμο για τη μη επιβολή ΦΠΑ επιβλήθηκε στον κ. Β. Αντωνιάδη, ιδιοκτήτη φροντιστηρίου αλλά και σχολείου στον Πειραιά, που όμως υπάγονται σε δύο διαφορετικές ΔΟΥ, με αποτέλεσμα να ποινολογηθεί από τη μία, αλλά όχι από την άλλη...

Ανεξαρτήτως των λόγων βάσει των οποίων η κυβέρνηση επέλεξε να θεσμοθετήσει τον ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση, είναι βέβαιον ότι δεν το έπραξε με τη δέουσα περίσκεψη.

Δίχως να υπεισέλθουμε στη μάλλον άχαρη φιλολογία σχετικά με τα «εύπορα» τμήματα του πληθυσμού, ή τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η συνολική στάση της κυβέρνησης επί του θέματος αποπνέει προχειρότητα και υπήρξε σαφώς χαμηλότερη των περιστάσεων.

Είτε αυτές αφορούν στη σοβαρότητα με την οποία η κυβέρνηση προσεγγίζει την κρίσιμη τρέχουσα διαπραγμάτευση με τους δανειστές, είτε στην καθημερινότητα χιλιάδων ελληνικών οικογενειών.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v