Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Οι εκτενείς φορολογικοί έλεγχοι σε επιχειρήσεις, «αλά γερμανικά», που προανήγγειλε χθες από του βήματος της Βουλής ο φίλτατος αναπληρωτής υπουργός των Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης, αποτελούν προφανώς μια «θεάρεστη» εξέλιξη, στον βαθμό που θα κατορθώσουν να δαμάσουν έστω και ένα τμήμα της ακμάζουσας φοροδιαφυγής.
Ωστόσο, αφορούν το «προφανές» και το «εύλογο» και όφειλαν να υπάρχουν στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια, όπως συμβαίνει στις… προηγμένες χώρες του εξωτερικού, όπου η τήρηση του νόμου έχει κάποια σημασία.
Αντίστοιχες εξαγγελίες προηγουμένων κυβερνήσεων, εξάλλου, με τη χρήση ομάδων «ράμπο», «αδιάφθορων» ή «ατρόμητων» αλλά και με την παρουσία εισαγγελέων για την πάταξη της φοροδιαφυγής, είναι νωπές στη μνήμη των περισσοτέρων εξ ημών…
Στον βαθμό, λοιπόν, που η εξαγγελία αυτή δεν θα παραμείνει κενή περιεχομένου, όπως τόσες νωρίτερα, αλλά θα έχει αποτελέσματα, είναι προφανώς ευπρόσδεκτη, ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πρωθυπουργική ρήση περί έργων αντί λόγων…
Οφείλει, όμως, ο φίλτατος κ. Αλεξιάδης, ο οποίος έχει ίδια και βαθιά γνώση του αντικειμένου ως πρώην εφοριακός και ο ίδιος, να θυμάται πως, πρώτον, η φοροδιαφυγή -η οποία έχει αναχθεί σε εθνικό σπορ στην Ελλάδα- δεν αφορά «μεμονωμένες περιπτώσεις», αλλά απαντάται σε κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας και δη -όπως η εμπειρία έχει δείξει- στις μικρότερου μεγέθους επιχειρηματικές δραστηριότητες και στα επαγγέλματα, που είναι και τα πλέον πολυάριθμα στη χώρα μας…
Δεύτερον, οφείλει να θυμάται -θα το βιώσει και ο ίδιος εξάλλου, καθώς προχωρούν αυτοί οι έλεγχοι- πως πλέον οι πόρτες που θα κτυπά είναι πιθανότερο να είναι κλειστές, παρά ανοικτές.
Η υπερφορολόγηση και τα χαράτσια, από κοινού βεβαίως με τα οριζόντια «μαχαίρια» σε μισθούς και συντάξεις, ήσαν τα κυριότερα αίτια για το βάθος αλλά και τη χρονική έκταση της ύφεσης που βιώνει ο τόπος μας, αλλά και για τα χιλιάδες επιχειρηματικά λουκέτα που είδαμε στη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών.
Αν απορεί ή εξανίσταται κανείς για το μέγεθος που έχει λάβει το φαινόμενο της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, άλλο τόσο οφείλει να αναρωτηθεί σχετικά με το φαινόμενο της υπερφορολόγησης στην οποία υποβλήθηκε αυτός ο τόπος.
Γιατί, άραγε, προέκυψε η ανάγκη τόσο για τη ρύθμιση των 100 δόσεων, όσο και για τη λεγόμενη «πάγια» των 12 δόσεων, εάν όχι για την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της υπερφορολόγησης επί της καθημερινότητας των ελληνικών οικογενειών και επιχειρήσεων;
Γιατί σωρεύτηκαν κατά δισεκατομμύρια ευρώ οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, αν όχι εξαιτίας των βαρών που εναπόθεσε η Πολιτεία στους ώμους των ανθρώπων αυτών -κυρίως των μισθωτών, των συνταξιούχων και των ιδιοκτητών αστικών ακινήτων- και της ταυτόχρονης ύφεσης που είχε ως απότοκο η πολιτική αυτή;
Οι φίλτατοι του υπουργείου Οικονομικών καλά θα κάνουν να ασκήσουν τα νόμιμα καθήκοντά τους και να εργαστούν αόκνως για την πάταξη της φοροδιαφυγής, με την ελπίδα όχι μόνον ότι θα κατορθώσουν να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, αλλά και ότι θα μπορέσουν να άρουν τις επιπτώσεις ενός φαινομένου το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή κοινωνικής και οικονομικής αδικίας στην πατρίδα μας.
Όμως, όλοι μας, εφοριακοί και μη, πρέπει να θυμόμαστε ότι φτάσαμε στη σημερινή μας κατάντια εξαιτίας της απροθυμίας όσων κυβέρνησαν τούτη τη χώρα τα τελευταία χρόνια να βάλουν ένα πραγματικό μαχαίρι στις δημόσιες δαπάνες.
Εάν δεν περιοριστούν οι ανάγκες του «τέρατος» που ακούει στο όνομα «Ελληνικό Δημόσιο», η υπερφορολόγηση -και κατά προέκταση και η φοροδιαφυγή- θα συνεχίσουν να λειτουργούν ως βαρίδι στην ελληνική οικονομία…
Ούτως ή άλλως, οι ανάγκες για υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα με στόχο την εξυπηρέτηση του χρέους έχουν μειωθεί, ελέω του τελευταίου μνημονίου…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.