Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όσο κι αν η ένταση υποβοηθά τη συσπείρωση των ψηφοφόρων τους, οι δύο μεγαλύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί της χώρας, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, οφείλουν να μην «κάψουν τις γέφυρες» μεταξύ τους.
Εάν το κλίμα της πόλωσης κυριαρχήσει και εάν αρθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης με τη συμμετοχή αμφότερων των κομμάτων αυτών την επομένη των εκλογών, αναδεικνύεται ο κίνδυνος είτε συνολικής αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης και άρα προσφυγής εκ νέου στις κάλπες, είτε σχηματισμού μιας κυβέρνησης οριακής πλειοψηφίας.
Με ό,τι κι αν συνεπάγονται αμφότερα αυτά τα ενδεχόμενα, για την οικονομία και τη συνολική πορεία της χώρας.
Μολονότι η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης δεν μπορεί να προεξοφληθεί, αυτό που εκλαμβάνεται ως ιδιαίτερα πιθανό αφορά στην ανάγκη συγκρότησης μιας συμμαχίας δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, υπό το φως της διαφαινόμενης απουσίας αυτοδυναμίας.
Ούτως ή άλλως, το εύρος των μεταρρυθμίσεων που έχει δεσμευτεί να προωθήσει η χώρα αλλά και η προοπτική διευθέτησης του δημόσιου χρέους προϋποθέτουν την εξασφάλιση ευρείας και διακομματικής συναίνεσης, τόσο σε κοινοβουλευτικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο, ώστε να μην αμφισβητείται η αξιοπιστία της Ελλάδας έναντι εταίρων και δανειστών.
Υπό το πρίσμα αυτό, τα φαινόμενα έντασης και ρητορικής αποκλεισμού ενδεχόμενης κυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ τους, που καταγράφονται τελευταία, ελάχιστα υπηρετούν την αποκατάσταση κλίματος ομαλότητας και κανονικότητας μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου.
Αντίθετα, ηχεί ως πολλά υποσχόμενη η προθυμία που επέδειξαν οι φίλτατοι κ.κ. Τσίπρας και Μεϊμαράκης να μη διεκδικήσουν την πρωθυπουργία σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίος ο σχηματισμός κυβέρνησης με τη συμμετοχή αμφοτέρων των κομμάτων των οποίων ηγούνται.
Ακόμη κι αν η σχετική τοποθέτηση του κ. Τσίπρα ελέγχθη δίκην άρνησης -«δεν πρόκειται εγώ να είμαι πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι»-, εντούτοις συνιστά ένα παράθυρο «διαφυγής» και αφήνει ανοικτή μια ενδεχόμενη σύμπραξη.
Πολύ περισσότερο που ο κ. Μεϊμαράκης απεμπολεί ευθέως το ενδεχόμενο της πρωθυπουργίας, σε περίπτωση σύμπραξης των δύο κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, όπως δήλωσε πρόσφατα.
Υπό το φως της εικόνας αυτής, αποτελεί σχήμα οξύμωρο το γεγονός ότι αν και το ενδεχόμενο μιας τέτοιας σύμπραξης είναι απολύτως ορατό, δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής -τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα- η οποιαδήποτε προσπάθεια εξασφάλισης μιας ελάχιστης κοινής προγραμματικής βάσης που θα καθιστούσε δυνατή αυτή τη συνεργασία.
Η χώρα οφείλει να έχει συνέχεια και συνέπεια, συνολικά αλλά και έναντι των δεσμεύσεων που ανέλαβε -για τρίτη κατά σειρά- φορά έναντι των εταίρων και δανειστών της και οφείλει, αντίστοιχα, να προωθήσει ένα ευρύ μεταρρυθμιστικό έργο για την έξοδό της από την κρίση.
Εάν το γεγονός αυτό δεν είναι κατανοητό ακόμη σε αυτό το χρονικό σημείο της κρίσης, τότε πότε ελπίζουμε ότι θα γίνει;
Απηχεί, δε, την εκτίμηση αυτή και η χθεσινή παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου, ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια αναβολών σε ό,τι αφορά μεταρρυθμίσεις που είναι αυτονόητες για την ομαλή πορεία της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο χρόνος είναι πολύ πυκνός, η κρίση πολύ βαθιά και οι μεταρρυθμίσεις αναγκαίες για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε τον δρόμο μας το συντομότερο δυνατό. Κάποιοι μπορεί να νομίζουν ότι έχουμε την πολυτέλεια να τις αναβάλουμε για το μέλλον. Δεν έχουμε κανένα τέτοιο δικαίωμα, ούτε πολυτέλεια».
Εάν όμως δεν υπάρχει όντως αυτή η πολυτέλεια κι αν το ισχυρότερο ενδεχόμενο αφορά στην ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, τότε ο πολιτικός κόσμος δεν οδηγείται σε περαιτέρω απαξίωση υπό το φως της παρούσας αδυναμίας συνεννόησής του;
Μετά, όταν τα νούμερα θα είναι σαφή, ποιο θα είναι το «αφήγημά» τους;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.