Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ακόμη κι αν αφήσουμε στην άκρη την ανατροπή της πομπώδους πολιτικής ρητορικής περί κατάργησης των μνημονίων και άλλων συναφών, που αποτέλεσε άξονα της προεκλογικής πλατφόρμας των κομμάτων της παρούσας συγκυβέρνησης, η συμφωνία στην οποία κατέληξε χθες η κυβέρνηση με τους εταίρους και δανειστές, πόσο πραγματικά συμφερότερη είναι για τη χώρα;
Διότι εάν πρόκειται να κριθεί κάτι επί της ουσίας, μόνον εκ του αποτελέσματος μπορεί τούτο να γίνει…
Αν και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το πλήρες κείμενο της συμφωνίας δεν είχε ακόμη κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή, στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτή θα αφορά στην εφαρμογή των μέτρων του e-mail Χαρδούβελη, «με σημαντικές όμως βελτιώσεις», όπως η ίδια η κυβέρνηση υποστηρίζει σε σχετικό σημείωμα που δημοσιοποίησε.
Πρόκειται, δε, για μία συμφωνία η οποία -σύμφωνα πάντα με την ίδια- «αφήνει χώρο στην ανάπτυξη», καθώς προβλέπει σημαντικά χαμηλότερα ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα έναντι εκείνων που προέβλεπε το προηγούμενο μνημόνιο.
Ταυτόχρονα, εξασφαλίζει χρηματοδότηση περίπου 85 δισ. ευρώ για την κάλυψη των δανειακών και λοιπών υποχρεώσεων της χώρας για την επόμενη τριετία, έναντι 4 δισ. ευρώ που θα εξασφάλιζε η προηγούμενη κυβέρνηση εφόσον είχε ολοκληρωθεί η 5η αξιολόγηση…
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία συμφωνία, η οποία αυξάνει σημαντικά το δανειακό φορτίο της χώρας -ευλόγως μεταθέτοντας χρονικά έως και κατά μία τριετία μια πιθανή έξοδό της στις αγορές-, εφαρμόζοντας περίπου όσα η προηγούμενη κυβέρνηση αρνούνταν να συμφωνήσει, φοβούμενη το πολιτικό κόστος.
Αν, όμως, είναι όντως έτσι τα πράγματα -και αυτό θα φανεί μόνον από την ανάλυση του πλήρους κειμένου της συμφωνίας-, τότε γιατί περάσαμε όσα περάσαμε, το τελευταίο εξάμηνο;
Γιατί έπρεπε να ανατραπεί η έως τότε θετική πορεία της οικονομίας και να οδηγηθούμε σε έναν νέο υφεσιακό κύκλο;
Γιατί έπρεπε να υποστούμε την βάσανο των περιορισμών στη ροή κεφαλαίων, τα περίφημα capital controls και όσα αυτά συνεπάγονται, τόσο για την οικονομική δραστηριότητα, όσο και για την κοινωνική κατάσταση της χώρας;
Η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και η αποφυγή της τερατώδους περιπέτειας στην οποία αυτή θα οδηγούνταν σε περίπτωση άτακτης χρεοκοπίας, ασφαλώς προσμετράται στη συνολική εικόνα.
Όμως, ας μην ξεχνάμε από πού άρχισε όλο αυτό το «παραμύθι» και πού κατέληξε.
Το γεγονός και μόνον ότι η ελληνική οικονομία «ξεκινά» από μία σαφώς χαμηλότερη βάση, ή ότι το τραπεζικό της σύστημα έχει πληγεί βαριά και χρήζει ανακεφαλαιοποίησης αφορούν, κυρίως, όσα συνέβησαν το τελευταίο εξάμηνο.
Μία περίοδο κατά την οποία η αξιοπιστία της χώρας έφτασε σε ένα πρωτόγνωρο ναδίρ διεθνώς και η Ελλάδα απειλήθηκε κατά τρόπο αντιστοίχως πρωτόγνωρο, με έξοδο από την ευρωζώνη.
Κυριότερα, όμως, πέραν των όποιων προβλέψεων αυτής της συμφωνίας, το μείζον ζήτημα που αναδύεται σήμερα αφορά στη βούληση της παρούσας κυβέρνησης να την υλοποιήσει.
Έχοντας αποποιηθεί την πατρότητα και την «ιδιοκτησία» αυτής της συμφωνίας, τι εχέγγυα προσφέρει η παρούσα κυβέρνηση αναφορικά με την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε, εξ ονόματος της χώρας, έναντι των εταίρων και δανειστών;
Διότι, ας μην ξεχνάμε, η εντολή που έλαβε την 25η Ιανουαρίου ερμηνεύτηκε από την ίδια ως η εξασφάλιση μίας «έντιμης συμφωνίας εντός ευρώ»…
«Εντός ευρώ» -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- είναι. Κατά πόσον είναι και «έντιμη» αναμένουμε να το ακούσουμε από αρμοδιότερα χείλη, την Πέμπτη στη Βουλή…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.