Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Πέντε χρόνια μετά την πρώτη προσπάθεια αντιμετώπισής του από τους Ευρωπαίους πολιτικούς και παρά τις παρεμβάσεις που ακολούθησαν, το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους παραμένει ανεπίλυτο και συνιστά το μεγαλύτερο αγκάθι για την κατάρτιση ενός νέου χρηματοδοτικού προγράμματος, που δεν θα αναχαιτίζει αλλά θα υποβοηθά την ανάκαμψη της χώρας.
Σήμερα, μετά από πέντε μήνες άκαρπων και ενδεχομένως καταστροφικών ως προς το αποτέλεσμά τους διαπραγματεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση συζητά εκ νέου με τους ευρωπαίους εταίρους της για ένα τριετές πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης, γνωστού και ως μνημονίου, ύψους έως και 62 δισ. ευρώ, ώστε να μπορέσει να παραμείνει εντός ευρωζώνης.
Οδηγήθηκε, δε, στο σημείο να έχει ανάγκη ένα τρίτο πρόγραμμα, εξαιτίας των λαθών που εμπεριείχαν τα δύο προηγούμενα, τόσο στις προβλέψεις όσο και στην εκτέλεσή τους.
Το πρώτο μνημόνιο, όσο απαραίτητο κι αν ήταν για την αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας από την Ελλάδα ή για την προστασία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ήταν σαφώς τιμωρητικού χαρακτήρα, τόσο από πλευράς επιτοκιακών όρων που το συνόδευαν, όσο και στη διάρκειά του και στο μίγμα των μέτρων που περιείχε.
Το δεύτερο, το οποίο ο φίλτατος κ. Τσίπρας διακήρυττε προεκλογικώς ότι θα σκίσει με έναν νόμο και ένα άρθρο, συνήφθη παράλληλα με το διαβόητο PSI (Private Sector Involvement), το οποίο αν και συνιστά τη μεγαλύτερη διαγραφή κρατικού χρέους στην παγκόσμια ιστορία, σώρευσε νέα δάνεια στη χώρα μας που είχαν ως αποτέλεσμα να περιορίσουν το καθαρό όφελος σε περίπου 50 δισ. ευρώ και να αλλάξουν την ταυτότητα του χρέους από ιδιωτικό σε διακρατικό.
Συνάμα, όμως, μέσω του PSI εξοντώθηκαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων και τα κεφάλαια των τραπεζών και μολονότι στην περίπτωση άλλων χωρών κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν προσμετρήθηκαν στο δημόσιο χρέος, στην περίπτωσή μας, τούτο δεν ίσχυσε.
Όλα αυτά, δε, έγιναν αφενός διότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ουδέποτε θέλησαν να ομολογήσουν στους ψηφοφόρους τους ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και οι Έλληνες πολιτικοί είχαν ως κύριο στόχο να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας άτακτης χρεοκοπίας της χώρας.
Έτσι, όμως, μέσω της ανάγκης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που οδηγούνταν στην εξυπηρέτηση αυτού του χρέους, αλλά και της υπερφορολόγησης που χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξή τους, η χώρα βίωσε μια πρωτοφανή ύφεση, ενώ όταν η ανάκαμψή της άρχισε να γίνεται ορατή, πολιτικές σκοπιμότητες την οδήγησαν εκ νέου στο «κόκκινο».
Υπό το πρίσμα αυτό, η πλέον ρεαλιστική προσέγγιση στο ελληνικό ζήτημα και στους αναγκαίους τρόπους επίλυσής τους προήλθε, κατά το καταληκτικό στάδιο των διαπραγματεύσεων, από το ΔΝΤ, το οποίο ευθαρσώς διατυμπάνισε την ανάγκη λήψης μέτρων εκ μέρους των Ευρωπαίων εταίρων και δανειστών μας για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, προκαλώντας έτσι την οργή Γερμανών πολιτικών, όπως ο φίλτατος Β. Σόιμπλε.
Στην Ευρώπη τα χρέη δεν διαγράφονται, μας θύμισε πρόσφατα ο Βόλφγκανγκ, επιλέγοντας να αγνοήσει τα όποια ιστορικά μαθήματα θα μπορούσε να αντλήσει κανείς από την ελληνική κρίση της τελευταίας πενταετίας.
Αντίθετα, ενδεχομένως δίχως κόστος, αλλά με περισσή διορατικότητα, ο Αμερικανός ομόλογός του, Τζακ Λιου, καυτηρίασε την απροθυμία των ευρωπαϊκών κρατών να αντιμετωπίσουν το ζήτημα με μια πιθανή αναδιάρθρωση.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η Ελλάδα αντιμετώπιζε δύο διαχρονικά ελλείμματα. Το δημοσιονομικό και των τρεχουσών συναλλαγών, απότοκο των οποίων είναι το χρέος που συσσώρευσε.
Ακόμη κι αν είναι δουλειά των Ελλήνων πολιτικών να αντιμετωπίσουν αυτά τα δύο ελλείμματα –και σε ένα βαθμό το έχουν καταφέρει, αν και με λάθος τρόπο- το αποτέλεσμά τους, δηλαδή το χρέος, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον με ελληνικές δυνάμεις.
Στο βαθμό που οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αποδεχθούν το γεγονός αυτό και δώσουν τη δυνατότητα στον φίλτατο κ. Τσίπρα να ισχυριστεί ενώπιον του ελληνικού κοινοβουλίου ότι μείωσε το ελληνικό χρέος, «έστω και κατά ένα ευρώ» όπως του είχε ζητήσει πρόσφατα και ο φίλτατος κ. Ε. Βενιζέλος, τότε ίσως αποφύγουμε τα χειρότερα και πάντως μια επανάληψη του ελληνικού δράματος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.