Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Κατά πόσον το χθεσινό ηχηρό ελληνικό «Όχι» παρέχει τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα να συνάψει μία καλύτερη συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές;
Καλύτερη, είτε έναντι εκείνης που πρότειναν, ύψους περίπου 9-10 δισ. ευρώ, είτε εκείνης που είχε βάλει ο ίδιος στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ύψους περίπου 8 δισ. ευρώ;
Ικανής, ακόμη περισσότερο, να αντιμετωπίσει το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους αλλά και της ανάπτυξης της οικονομίας μέσω ενός αξιόλογου χρηματοδοτικού πακέτου;
Αν μη τι άλλο, η επικράτηση του «Όχι» κατά το χθεσινό δημοψήφισμα και μάλιστα κατά τρόπο συντριπτικό, περιορίζει τις δυνατότητες τακτικών ελιγμών.
Αντίστοιχα, η δραματική επιδείνωση των συνθηκών ρευστότητας στην ελληνική οικονομία και ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης μίας ήδη υπαρκτής ανθρωπιστικής κρίσης φέρνουν άπαντες προ των ευθυνών τους και ωθούν σε επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό, όσο απλόχερα κι αν δαπανήθηκε το χρονικό διάστημα των τελευταίων πέντε μηνών, άλλο τόσο καθίσταται επιτακτική η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους και δανειστές, γεγονός που αποτυπώθηκε και στη χθεσινή «Βαρουφάκειο» τοποθέτηση, περί δυνατότητας επίτευξης της συμφωνίας εντός 48 ωρών...
Μίας συμφωνίας, την οποία ο κ. Τσίπρας, πρώτον, πρέπει να συνάψει με ανθρώπους που λένε ότι δεν εμπιστεύονται την ελληνική κυβέρνηση και δεύτερον, πρέπει να θέσει προς έγκριση στο ελληνικό κοινοβούλιο και στην κυβερνητική πλειοψηφία.
Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, όμως, ο χρόνος κυλά υπέρ όσων δεν επιθυμούν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, την επίτευξη αυτής της περίφημης συμφωνίας και ενισχύει όσους υπεραμύνονταν ενός Grexit ή/και της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα.
Με ορόσημο, φερ' ειπείν, την 20ή Ιουλίου, οπότε επισημοποιείται η ελληνική χρεοκοπία εάν δεν αποπληρωθούν οι υποχρεώσεις της χώρας μας έναντι της ΕΚΤ -κάτι που πιθανότατα θα καταστήσει άμεσα απαιτητά και τα 130 δισ. ευρώ του EFSF- υπάρχει ένα διάστημα μόλις δύο εβδομάδων για τη σύναψη αυτής της περίφημης συμφωνίας και την έγκρισή της από την Ελληνική Βουλή.
Στο διάστημα αυτό, εξαρτωμένης και της στάσης της ΕΚΤ αναφορικά με την παροχή ρευστότητας μέσω ELA, που θα είναι κατά πάσα πιθανότητα αρνητική όσο δεν υφίσταται «πρόγραμμα», η ελληνική οικονομία και οι πολίτες αυτής της χώρας θα βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στην αβεβαιότητα, αυξάνοντας την πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση για την επίτευξη συμφωνίας.
Κάτι το οποίο, ευλόγως, αποδυναμώνει, παρά ενισχύει τη φαρέτρα του κ. Τσίπρα έναντι εταίρων και δανειστών.
Η ταχύτητα με την οποία θα συναφθεί ή όχι μία συμφωνία με τους δανειστές, αντικατοπτρίζει και τις προθέσεις όλων των πλευρών και εναπόκειται στη βούλησή τους να αντιμετωπίσουν ευθέως τα προβλήματα που συνθέτουν την ελληνική κρίση.
Με άλλα λόγια, τόσο το ζήτημα του χρέους, όσο και την ανάγκη αποκατάστασης της κανονικότητας σε μία χώρα η οποία έχει χάσει τόσα στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
Ταυτόχρονα, όμως, η έκβαση του ελληνικού δημοψηφίσματος και η διαμόρφωση της κατάστασης όπως περιγράφεται, ανοίγει διάπλατα την πόρτα και για την υλοποίηση σχεδιασμών που αφορούν την επάνοδο της χώρας μας, υπό δραματικές περιστάσεις, στη δραχμή.
Περιθώρια, πλέον, δεν υπάρχουν.
Ακόμη κι αν θεωρήσουμε, από τεχνικής πλευράς, ως ορόσημο την 20ή Ιουλίου, το δράμα της ελληνικής κοινωνίας και βεβαίως της οικονομίας αυτής της χώρας, καθιστά απολύτως ασφυκτικό το χρονοδιάγραμμα που έχει στη διάθεσή της η ελληνική κυβέρνηση.
Αν μη τι άλλο, ο τερματισμός του προγράμματος στήριξης (της δεύτερης παράτασής του) και το χθεσινό δημοψήφισμα, επισπεύδουν τις εξελίξεις.
Πλέον, μετράμε αντίστροφα και οδεύουμε, πιθανώς, προς τη λάθος κατεύθυνση...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.