Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της Κυριακής, η ζημία για την ελληνική οικονομία, άμεσα όσο και μελλοντικά, είναι βαθιά και δεδομένη.
Μια ζημιά που αντικατοπτρίζεται στις ζωές της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων αυτής της χώρας.
Σε περίπτωση επικράτησης του «Όχι», θα αφορά μια πραγματική εθνική τραγωδία.
Ουδεμία κυβέρνηση του τόπου δικαιούται να οδηγεί τη χώρα σε τέτοιου είδους ήττα, ό,τι κι αν επικαλείται.
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του λεγομένου δυτικού κόσμου θα υπήρχαν ήδη παραιτήσεις για όσα βιώνουν οι πολίτες αυτής της χώρας και ιδίως οι πλέον αδύναμοι.
Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση επικράτησης του «Ναι», η ζημία είναι επίσης δεδομένη.
Όχι μόνον η χώρα οπισθοχώρησε από την όποια πρόοδο είχε καταφέρει να σημειώσει μετά από πέντε χρόνια ύφεσης, λιτότητας και υπερφορολόγησης αλλά έχασε και την τελευταία ρανίδα αξιοπιστίας που διέθετε έναντι της διεθνούς κοινότητας.
Η κυβέρνηση του κ.Τσίπρα αθέτησε δεσμεύσεις και έκανε μπλόφες και πιρουέτες που ως μόνο αποτέλεσμα είχαν να οδηγήσουν τον τόπο στην σημερινή του κατάντια.
Στο σημείο «μηδέν».
Από αυτό το σημείο οφείλουμε να εγερθούμε έχοντας μάθει από τα λάθη μας.
Ως κοινωνία, ως πολίτες, ως οικονομία.
Στο βαθμό που το εκλογικό σώμα της χώρας υπερβεί το στενό πλαίσιο που θέτει το αμφιλεγόμενο ερώτημα του δημοψηφίσματος και επιλέξει να απαντήσει θετικά στο ουσιαστικό, περί του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας και της παραμονής της στην ευρωζώνη, οφείλουμε να κάνουμε πράξη όσα μάθαμε από αυτήν την κρίση.
Όπως αντίστοιχα, οφείλουν και οι εταίροι και δανειστές μας.
Κάτι που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται. Τόσο από τους δανειστές, όπως φάνηκε χθες από το ΔΝΤ, όσο και από όσους στη χώρα μας αναγνωρίζουν την ανάγκη των βαθιών αλλαγών τις οποίες έχει ανάγκη ο τόπος για να σταθεί στα πόδια του.
Προφανώς μια χώρα στη θέση της δικής μας, που έχει βιώσει τόσο βαθιά ύφεση και υψηλή ανεργία ή ακόμη και την τρέχουσα περιπέτειά της, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο βάρος ενός τόσο υψηλού δημοσίου χρέους.
Προφανώς η Ελλάδα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις και βαθιές τομές στη λειτουργία της οικονομίας της για να μπορέσει να ορθοποδήσει ξανά.
Για να γίνουν πράξη, όμως, όλα αυτά, χρειάζεται βούληση τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη.
Χρειάζεται οι δανειστές να φανούν διορατικοί εταίροι και πρέπει και εμείς να καταλάβουμε ότι με τα δεδομένακαι τις πρακτικές του παρελθόντος είναι αδύνατο να ξαναδούμε άσπρη μέρα.
Το κράτος πρέπει να μικρύνει στα μέτρα της τσέπης εκείνων που το πληρώνουν και συνάμα να μάθει να κάνει τη δουλειά του αποτελεσματικά, η οικονομία πρέπει να ανοίξει και να αποκτήσει σταθερούς κανόνες και πραγματικό ανταγωνισμό και οι πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος να τερματιστούν.
Εάν δεν έχουμε πάρει το μάθημα αυτό, μετά από πέντε χρόνια δεινών, τότε τι έχουμε μάθει;
Για να μπορέσει να αναπτυχθεί ξανά η Ελλάδα πρέπει να γίνει ένας τόπος ελκυστικός στις επενδύσεις. Ντόπιες ή ξένες. Για να γίνει αυτό πρέπει να ανοίξει, να απελευθερωθεί.
Όχι μόνον από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό στον οποίο την υποβάλει το κράτος αλλά και από τα δεσμά συντεχνιών, καρτέλ και συμφερόντων.
Έχουμε φθάσει στο σημείο «μηδέν».
Αν δεν το αντιληφθούμε αυτό, η πορεία μας δεν θα είναι πολύ μακριά από αυτό…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.