Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από την τρέχουσα διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους και λοιπούς δανειστές η χώρα μας θα εξέλθει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Χρήσιμο και κατά πολλούς θεάρεστο θα ήταν να εξέλθει ενισχυμένη.
Όμως, όπως κι αν εξέλθει, θα έχει ανάγκες. Τόσο χρηματικές, όσο και τομών, βαθιών και ουσιαστικών, στον τρόπο με τον οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί σήμερα και που εν πολλοίς ευθύνεται για το κατάντημά της.
Έτσι, λοιπόν, μικρή σημασία έχει ή εν τέλει σημασία εντελώς διάφορη της ουσίας του ζητήματος, το πώς ακριβώς θα λέγεται αυτό το «πράγμα» που διαπραγματεύεται σήμερα η ελληνική κυβέρνηση με τους συνομιλητές της.
Είτε λέγεται «επέκταση προγράμματος», είτε «πρόγραμμα-γέφυρα», είτε «ο Λαλάκης ο περιπατητής», μικρή σημασία έχει…
Μπορεί, από πολιτικής πλευράς, να προκύπτει η ανάγκη να ικανοποιηθούν ακροατήρια ένθεν και ένθεν ή μπορεί να υπάρχουν συμβολισμοί που έχουν το νόημά τους.
Όμως, η ουσία του πράγματος παραμένει μία: το «μαγαζί» που λέγεται Ελλάδα πρέπει να φτιάξει.
Διότι σήμερα, η χώρα μας ούτε πλούτο παράγει, ούτε φορολογεί ορθά τον όποιο πλούτο παράγει, ούτε είναι σε θέση να προσφέρει στους πολίτες της τις υπηρεσίες για τις οποίες τόσο ακριβά πληρώνουν.
Όπως ομολογεί και ο φίλτατος Γιάνης (με ένα «ν») Βαρουφάκης, εχέφρονες άνθρωποι είμαστε και ένα ποσοστό 60-70% του υπάρχοντος μνημονίου πρέπει να το εφαρμόσουμε…
Οφείλουμε, δε, να το εφαρμόσουμε ώστε επιτέλους η Ελλάδα να αποκτήσει μια οικονομία λειτουργική και παραγωγική, δίχως έναν δημόσιο τομέα ελλειμματικό και αναποτελεσματικό, η λειτουργία του οποίου βαρύνει, αντί να υποβοηθά, το κοινωνικό σύνολο.
Όπως έχουμε επισημάνει περισσότερες από μία φορές από αυτό εδώ το μετερίζι, χρειαζόταν η χώρα μας να μπει στο μνημόνιο για να μάθει επιτέλους πόσους δημοσίους υπαλλήλους έχει, πόσους νεκρούς συνταξιούχους ή πόσα μαϊμού επιδόματα έδινε;
Χρειαζόταν η χώρα μας να μπει σε μνημόνιο ώστε να απλοποιηθεί και να διεκπεραιώνεται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αμιγώς ηλεκτρονικά η επικοινωνία των πολιτών με την εφορία;
Ήταν απαραίτητο να βρεθούμε στη σημερινή μας κατάντια ώστε να μειωθεί η σπατάλη στον στενό ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή να καταστεί δυνατή η ίδρυση και λειτουργία της οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας με συνοπτικές διαδικασίες;
Υπό το πρίσμα αυτό, προφανώς οφείλαμε να είχαμε εφεύρει το μνημόνιο ή όπως αλλιώς λέγεται, εδώ και χρόνια…
Στα χρόνια που κύλησαν από τον Μάιο του 2010 και την ιλαροτραγωδία του Καστελόριζου, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως αυτό εκφραζόταν από τα δύο πάλαι ποτέ κόμματα εξουσίας, αποδείχθηκε αδύναμο να προωθήσει τις βαθιές δομικές αλλαγές που απαιτεί ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας.
Στάθηκε αδύναμο να αντιπαρατεθεί στους παραδοσιακούς του «πελάτες» αλλά και στα καρτέλ και στις συντεχνίες που εξακολουθούν να καταδυναστεύουν τον τόπο και την οικονομία.
Αντί αυτού, επέλεξε τον δρόμο της υπερφορολόγησης και διαμέσου αυτού της καταβαράθρωσης της οικονομίας και της φτωχοποίησης μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.
Συρρίκνωση αγοραστικής δύναμης, μέσω μείωσης εισοδημάτων και υπερφορολόγησης, και πιστωτική συρρίκνωση, οδήγησαν κυριολεκτικά σε τέλμα την εξίσωση και κατέστησαν αυτοτροφοδοτούμενο το φαινόμενο της ύφεσης.
Οι φόροι στα εισοδήματα και την σακίνητη περιουσία κυριολεκτικά εξόντωσαν τον τόπο.
Όμως η προφανής ανάγκη μείωσής τους αναδεικνύει για ακόμη μία φορά την ανάγκη είτε της μείωσης των δαπανών, είτε της δημιουργίας νέου φορολογήσιμου πλούτου και μας οδηγεί στο ίδιο δίλημμα με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι εδώ και τόσα χρόνια: μπορούν εκείνοι που κρατούν τα ηνία του τόπου να αντιληφθούν το γεγονός αυτό και συνάμα να προσφέρουν τις λύσεις, αντί να αναλώνονται σε συμβολισμούς και πολιτικά μηνύματα;
Ποιο είναι το σχέδιό τους, εν τέλει;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.