Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η επικείμενη ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης στη Βουλή, με στόχο την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης, αποτελούν προφανώς την πλέον θεμιτή οδό εντός του πλαισίου μιας συντεταγμένης Πολιτείας για την αποτύπωση όσων προτίθεται να πράξει στη διάρκεια της θητείας της.
Ταυτόχρονα, όμως, υπό το φως της παρούσας κρίσιμης συγκυρίας, είναι σαφές ότι θα αποτελέσουν και τον κύριο γνώμονα αξιολόγησης των προθέσεών της αναφορικά με το μεταρρυθμιστικό έργο που επιθυμεί να επιτελέσει στη χώρα.
Αυτές τις προθέσεις θα κρίνουν και θα αξιολογήσουν, όχι μόνον τα μέλη της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, ή ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, αλλά μαζί τους και οι εταίροι και δανειστές.
Μέχρι στιγμής, πέραν της πρόθεσης της κυβέρνησης να μην ακολουθήσει το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής και να καταστήσει παρελθόν την τρόικα, καθώς και του γενικού πλαισίου που θέτει η διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, ολοκληρωμένο σχέδιο για την ανάταξη της χώρας και την έξοδό της από την κρίση δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί, κατά τρόπο λεπτομερή.
Μεμονωμένες εξαγγελίες περί αντιστροφής της τάδε ή της δείνα ρύθμισης έχουν υπάρξει και στην συντριπτική τους πλειονότητα αφορούν στην κατάργηση μνημονιακών υποχρεώσεων που θεσμοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Ελάχιστα, όμως, για το συνολικό μεταρρυθμιστικό έργο που προτίθεται να εφαρμόσει η παρούσα.
Υπό το πρίσμα αυτό και δεδομένων όσων υποστήριξε στο πλαίσιο της συνέντευξής που παραχώρησε χθες από κοινού με τον Γερμανό ομόλογό του Β. Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης, ότι ποσοστό της τάξης του 60%-70% όσων μεταρρυθμίσεων προβλέπει το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής αποτελούν πολιτική που ούτως ή άλλως ενστερνίζεται η παρούσα κυβέρνηση, είναι απαραίτητο να υπάρξει, επιτέλους, απόλυτη σαφήνεια στο ζήτημα αυτό.
Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι πολιτικές εκείνες, εκ του παρόντος προγράμματος, που υιοθετεί και επιθυμεί να υλοποιήσει η παρούσα κυβέρνηση και με ποιες άλλες προτίθεται να τις εμπλουτίσει, ώστε να οδηγήσει τη χώρα εκτός κρίσης.
Το ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο που θέτουν εταίροι και δανειστές, είτε με ορίζοντα το Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου, είτε τα τέλη του μηνός οπότε λήγει το υφιστάμενο πρόγραμμα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια καθυστέρησης. Ακόμη στενότερα περιθώρια, όμως, θέτει η παρούσα δυσπραγία στην οποία βρίσκεται σήμερα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Έτσι, λοιπόν, η παρούσα κυβέρνηση και δια του στόματός της η χώρα, οφείλει να ξεδιπλώσει κατά τις προγραμματικές της δηλώσεις, με σαφήνεια και πειστικότητα, τις αναλυτικές της προθέσεις αναφορικά με το μεταρρυθμιστικό έργο που είναι προετοιμασμένη να επιτελέσει.
Στη δημόσια διοίκηση, στην υγεία και την παιδεία, στην φορολογία, στην επιχειρηματικότητα, τη ναυτιλία, την πρωτογενή παραγωγή και την μεταποίηση, στα επαγγέλματα και τις αγορές και σε κάθε άλλο τομέα που κρίνει ότι χρήζει παρεμβάσεων, η κυβέρνηση οφείλει να ανοίξει τα χαρτιά της και να δηλώσει τι και πως θα πράξει.
Στη βάση αυτού του σχεδίου θα μπορέσει στη συνέχεια να διαμηνύσει σε εταίρους και δανειστές, «ιδού οι πραγματικές μου προθέσεις αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις, λύστε μου και εσείς τα χέρια με την υπόθεση του χρέους» ώστε να μπορέσω να τις κάνω πράξη…
Διότι είναι απολύτως θεμιτό να ζητείται κατάργηση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4,5% επί του προϋπολογισμού, που απαιτούνται βάσει του σημερινού προγράμματος προσαρμογής, και η υιοθέτηση μικρότερων της τάξης του 1%-1,5%, ώστε να πάρει ανάσα ο τόπος.
Ταυτόχρονα, όμως, είναι απαραίτητο να γίνει γνωστό και τι προτίθεται να πράξει η χώρα μας…
Η δόκιμη έκφραση που αντιλαμβάνονται στην Εσπερία, υπό τις περιστάσεις, είναι «quid pro quo» και επ’ αυτής θα κριθούμε…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.