Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η χαρά ήταν ανείπωτη. Επιτέλους, έβλεπα σε φυσικό μέγεθος τα πράσινα στρατιωτικά αυτοκινητάκια με τα οποία τόσο καιρό έπαιζα.
Ήταν παρκαρισμένα σε κοινή θέα, μπροστά από το μπαλκόνι μας, στον περίβολο της Βουλής, και ναι, ήσαν πραγματικά.
Η χαρά αυτή δεν κράτησε πολύ, όμως.
Ακόμη νιώθω βαρύ το χέρι που άρπαξε τον ώμο μου, να με τραβά από το μπαλκόνι στο οποίο είχα ξεστρατίσει, στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας στην οποία μέναμε, στην οδό Ζαλοκώστα, απέναντι από τη Βουλή.
Νωρίτερα, είχαν ακουστεί πυροβολισμοί.
Η ημέρα ήταν Παρασκευή, 21η Απριλίου του 1967, και η χούντα είχε αρχίσει.
Επτά χρόνια και τέσσερις μήνες μετά, το συναίσθημα της χαράς ήταν και πάλι κυρίαρχο.
Η Αθήνα σειόταν από την ιαχή «Έρχεται», καθώς το αυτοκίνητο που μετέφερε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ανέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού. Το ημερολόγιο έγραφε 24 Ιουλίου 1974 και ο «γύψος» στον οποίο είχαν βάλει οι συνταγματάρχες τη χώρα είχε σπάσει.
Για ανθρώπους σαν εμένα, που πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής τους ηλικίας στη διάρκεια της χούντας, δεν υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τις διαφορές ενός δικτατορικού καθεστώτος και του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στη διάρκεια των χρόνων εκείνων είδα και βίωσα τον φόβο στα μάτια των ανθρώπων.
Ξεκινώντας από το πρωινό μιας Παρασκευής του Απρίλη του '67, έως ένα βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα έναν χρόνο μετά, που είδα, με τα μάτια ενός εξάχρονου, τον τρόπο με τον οποίο οι περαστικοί απέστρεφαν το βλέμμα τους από τη μάνα μου, μια γυναίκα η οποία μετέφερε σχεδόν μόνη, με τη βοήθεια μόνον ενός μικρού παιδιού, ένα στρώμα για τον κρατούμενο άντρα της στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας.
Την ίδια ανησυχία που έβλεπα στα μάτια μελών της οικογένειάς μου αλλά και φίλων τους και τα επόμενα χρόνια, όταν τα βράδια άκουγαν τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, το BBC ή την Deutsche Welle, για να μάθουν τι γινόταν στον ίδιο τους τον τόπο.
Τον ίδιο φόβο στο βλέμμα του δασκάλου μου στο δημοτικό, όποτε επαναλάμβανα μπροστά στους συμμαθητές μου όσα είχα ακούσει στο σπίτι, για τον εξόριστο πατέρα μου.
Στη χούντα δεν μπορούσες να μιλήσεις. Δεν μπορούσες να πεις τι πραγματικά σκεφτόσουν, από τον φόβο μην βρεθείς φυλακή ή εξορία, όπου τόσοι άνθρωποι δημοκρατικών φρονημάτων, Αριστεροί ή Δεξιοί, βρέθηκαν.
Όπως τότε έμαθα και ουδέποτε ξέχασα, το δικαίωμα του να εκφέρεις ελεύθερα τη γνώμη σου, δίχως φόβο ή ανησυχία, λέγεται ελευθερία του λόγου.
Μαζί της βρίσκονται ελευθερίες και δικαιώματα που τότε η χώρα μας και οι κάτοικοί της στερήθηκαν και σήμερα, από τον Ιούλιο του 1974, απολαμβάνουν.
Δεν φυλακίζονται, δεν εκτοπίζονται, δεν βασανίζονται, αν πουν ή γράψουν τη γνώμη τους, ή διαδηλώσουν ειρηνικά, ή απεργήσουν, ή ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο από τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που παρέχει στους πολίτες η Δημοκρατία.
Δεν πρέπει να είναι απαραίτητο να έχεις βιώσει το σκοτάδι για να μπορέσεις να εκτιμήσεις το φως και για αυτό ειλικρινά εύχομαι να μη βιώσουν ποτέ όσα υπέστη η γενιά μου τα παιδιά που λένε σήμερα σε τηλεοπτικές εκπομπές, ή οποιοσδήποτε άλλος, ότι έχουμε χούντα.
Όσοι κρατούν τα ηνία του τόπου, καλώς ή κακώς, αναδείχθηκαν με τη λαϊκή ψήφο.
Μια ψήφος που δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε καθεστώς χούντας και για την οποία ευθύνονται αποκλειστικά και μόνον όσοι την έριξαν στην κάλπη.
Ας μην ψάχνουμε λοιπόν για ανεμόμυλους και κυριότερα ας μην ισοπεδώνουμε, για ακόμη μια φορά, ό,τι ζήσαμε, είδαμε και βιώσαμε, στη διάρκεια της χούντας ή μετά από αυτήν.
Είναι, απλά, λάθος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.