Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σε λίγες ημέρες, κατά πώς φαίνεται, θα αρχίσει στις Βρυξέλλες μια διαδικασία για τη μετάβαση της Ελλάδας από το μνημόνιο σε ένα νέο καθεστώς, κατά τα φαινόμενα χαλαρότερης ή ηπιότερης επιτήρησης.
Το επικείμενο τούτο γεγονός αναμένεται, δε, να δώσει την ευκαιρία στον μεν κ. Α. Σαμαρά να πανηγυρίσει, έως έναν βαθμό δικαίως, ότι επί πρωθυπουργίας του εξήλθε η χώρα από τα δεσμά του μνημονίου, στον δε κ. Α. Τσίπρα να κάνει λόγο, πιθανότατα, περί ψευδεπίγραφης εξόδου, καθιστώντας σαφές για ακόμη μία φορά ότι όταν και όποτε βρεθεί στην εξουσία δεν θα αναγνωρίσει καμία από τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση, αν και τούτο, προφανώς, δεν μπορεί να προεξοφληθεί για σειρά λόγων…
Όταν όμως καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της 8ης Δεκεμβρίου, ημέρας αποφάσεων κατά τον φίλτατο κ. Π. Μοσκοβισί, πού ακριβώς θα βρισκόμαστε;
Πρώτον, θα είμαστε εξακολουθητικά, όπως εξομολογήθηκε προς τον κ. Ι. Πρετεντέρη και τον τηλεοπτικό φακό του Mega ο υπουργός των Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης, υπό κάποιο είδος εποπτείας, για πολλά-πολλά χρόνια και πάντως έως ότου αποπληρωθεί ποσοστό 75% του χρέους μας προς εταίρους και λοιπούς δανειστές.
Δεύτερον, θα έχουμε αποκαταστήσει μόνον κατά ένα τμήμα την ικανότητα της χώρας να χρηματοδοτείται κατά τρόπο αυτοδύναμο, καθώς, αν και θα έχουμε εξέλθει επισήμως του προγράμματος προσαρμογής, το βήμα εισόδου μας στις αγορές θα παραμένει μετέωρο, όπως κατέδειξε η πρόσφατη αναταραχή στη δευτερογενή αγορά ομολόγων.
Με άλλα λόγια, θα έχουμε διανύσει 4,5 χρόνια έχοντας κάνει τη μισή δουλειά.
Έτσι, στη διάρκεια αυτών των ετών δεν κατορθώσαμε να ολοκληρώσουμε αυτό που πραγματικά έπρεπε να γίνει στον τόπο μας: να αποκαταστήσουμε πλήρως την αξιοπιστία της χώρας σε διεθνές επίπεδο.
Εάν το είχαμε πράξει, η διαφορά απόδοσης μεταξύ του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου και του ελληνικού αντίστοιχου δεν θα διαμορφωνόταν στις 704 μονάδες βάσης, περίπου όσο ήταν δηλαδή προ μνημονίου, και φυσικά δεν θα χρειαζόμασταν αυτήν την περίφημη προληπτική πιστωτική γραμμή της Ε.Ε. ή τα λεφτά του ΤΧΣ…
Αντίστοιχα, δεν θα διαπραγματευόμασταν μέχρι την ύστατη ώρα με την τρόικα ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ σχετικά με τους τρόπους ή τον βαθμό εκπλήρωσης δεσμεύσεων που οφείλαμε να έχουμε εκπληρώσει εδώ και πολύ καιρό, αναδεικνύοντας έτσι για ακόμη μία φορά την έλλειψη αξιοπιστίας της χώρας…
Εάν είναι δυνατόν να συνοψιστούν σε έναν και μόνον λόγο τα αίτια υπαγωγής της χώρας μας σε μνημονιακό καθεστώς επιτήρησης, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από την έλλειψη αξιοπιστίας που είχε και συνεχίζει να εμφανίζει, τουλάχιστον έως έναν βαθμό.
Τα χρόνια τούτα βέβαια δεν πέρασαν εντελώς «άκαρπα».
Η χώρα έμαθε λόγω μνημονίου, μεταξύ άλλων, πόσες συντάξεις δίνει σε νεκρούς και πόσα επιδόματα αναπηρίας σε υγιείς ανθρώπους και πλέον επιχειρεί να μάθει πόσοι προσελήφθησαν στον δημόσιο τομέα με μαϊμού πτυχία ή με άλλα πιστοποιητικά, αν και τούτο δεν είναι βέβαιο ότι θα το κατορθώσει.
Αντίστοιχα, άρχισε να μαθαίνει ποιες είναι οι ιδιοκτησίες του κράτους ανά την επικράτεια, αλλά και να διερωτάται πώς θα κατορθώσει να τις ξαναπάρει πίσω από όσους τις έχουν καταπατήσει…
Ως αποτέλεσμα δε κατόρθωσε να βάλει σε κάποιου είδους τάξη τα δημόσια οικονομικά της εμφανίζοντας πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της και μάλιστα πριν την ώρα της.
Όμως ήταν άραγε απαραίτητο να υπαχθεί η Ελλάδα σε καθεστώς μνημονίου για να τα μάθει όλα αυτά, όπως και άλλα πολλά που απαρτίζουν τα όποια θετικά της συγκεκριμένης υπόθεσης;
Ήταν απαραίτητο να χάσει ποσοστό της τάξης του 25% της δυνατότητάς της να παράγει πλούτο και να εκτοξεύσει την ανεργία σε επίπεδα ανώτερα του 27%, ώστε να βάλει σε τάξη τον οίκο της;
Όπως έχουμε επανειλημμένως υποστηρίξει από την παρούσα στήλη, ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε η δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως μέσω υπερφορολόγησης και οριζόντιων μαχαιριών σε μισθούς και συντάξεις, και λιγότερο μέσω του περιορισμού των δαπανών, βρίσκεται στο επίκεντρο των αιτίων για τα δεινά που επεφύλαξε στους κατοίκους της χώρας αυτής η μνημονιακή περίοδος.
Μια περίοδος στη διάρκεια της οποίας ελάχιστα άλλαξε η λειτουργία του δημόσιου τομέα, καρπωτή του χρήματος του υπερφορολογούμενου πολίτη, αλλά και το οικονομικό μοντέλο επί του οποίου εδράζει τη λειτουργία της η οικονομία.
Οι αγορές και τα επαγγέλματα παραμένουν περίπου τόσο κλειστά όσο ήσαν και προ κρίσης, οι συνθήκες ανταγωνισμού δεν έχουν ενταθεί, με αποτέλεσμα οι τιμές να μην έχουν υποχωρήσει όσο θα όφειλαν υπό το παρόν υφεσιακό καθεστώς, και η χώρα δεν απέκτησε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα της επέτρεπε να καταστεί πραγματικά εξωστρεφής.
Υπό αυτό το πρίσμα αλλά και εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης που εξακολουθεί να τη μαστίζει, η Ελλάδα βρίσκεται, αν μη τι άλλο, σε δυσμενέστερο σημείο έναντι της αφετηρίας της στη μνημονιακή εποχή εκείνην την αποφράδα ημέρα του Μαΐου 2010…
Επί 4,5 χρόνια μνημονίου δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τη δουλειά που όφειλε να είχε κάνει ευθύς εξαρχής.
Σήμερα, που οι μεν οδεύουν στην οδό των παροχών και οι δε σε εκείνην της αποδόμησης, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε ότι θα το πράξει;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.