Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η ελληνική οικονομία δεν θα μείνει για πάντα στη σημερινή της κατάντια.
Κάποια στιγμή, στο απώτερο ή στο πλέον κοντινό μέλλον, θα βαδίσει και πάλι την οδό της ανάπτυξης, με κατεύθυνση αν όχι την ευμάρεια, τουλάχιστον την αξιοπρέπεια.
Το πόσο σύντομος ή μακρύς θα είναι αυτός ο δρόμος εξαρτάται -στο τέλος μιας μεγάλης κουβέντας περί μεταρρυθμίσεων και άλλων τινών- από ένα και μόνον πράγμα: τα φράγκα.
Όσο πιο σύντομα αποκατασταθεί η ρευστότητα στην ελληνική οικονομία, τόσο ταχύτερα θα μπορέσει να ανακάμψει η χώρα.
Η τσέπη αυτής της οικονομίας, δηλαδή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεών της, είναι μία, είναι άδεια και είναι και τρύπια.
Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν υπήρχε η πιθανότητα να αρχίσει να γεμίζει, έτσι που έχουν τα πράγματα, δεν μπορεί.
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά λυγίζουν σήμερα υπό το βάρος τόσο των υποχρεώσεων τις οποίες ανέλαβαν σε άλλους καιρούς έναντι του τραπεζικού συστήματος, όσο και εκείνων που έβαλε στους ώμους τους το κράτος, με τη μορφή υπερφορολόγησης.
Ταυτόχρονα, λυγίζει ή εν τέλει αδυνατεί να ανακάμψει με την ταχύτητα που όλοι θα ήθελαν (οι νοήμονες) και το τραπεζικό σύστημα ενώ το κράτος ως μονοπωλιακός δυνάστης της οικονομίας κατορθώνει να αντλήσει τα έσοδα που χρειάζεται, παρά τα βουνά των ληξιπρόθεσμων οφειλών απέναντί του, υπερφορολογώντας πέραν των πραγματικών αναγκών του.
Έτσι, η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές κάθε είδους εξακολουθούν να σωρεύονται και ο δρόμος προς την ανάκαμψη αλλά και την ανάπτυξη μακραίνει ολοένα και περισσότερο.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι σκέψεις που αναπτύχθηκαν χθες κατά τη συνεδρίαση του συμβουλίου ιδιωτικού χρέους, περί εξεύρεσης ενός ενιαίου τρόπου διαχείρισης αυτού του χρέους (κόκκινα δάνεια και ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων) είναι απολύτως ορθές και ταυτίζονται με τις δικές μας, όπως τις αναπτύξαμε στις 2 Ιουνίου.
Το ζητούμενο ωστόσο, ήταν, είναι και παραμένει η διαμόρφωση μιας βιώσιμης και δίκαιης λύσης.
Η κοινωνία μας, ό,τι έχει απομείνει από αυτήν, το αξιακό μας σύστημα, ό,τι έχει απομείνει και από αυτό, αλλά και η στοιχειώδης αίσθηση ρεαλισμού που οφείλουμε πάντα να διατηρούμε δεν μας επιτρέπουν να λέμε ναι στον μπαταχτσή και μας επιβάλλουν να λέμε όχι στην αναλγησία.
Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται τη δύσκολη τούτη ώρα για όλους είναι η σύνεση που οφείλει να χαρακτηρίζει τον καλό και σοφό τραπεζίτη, ο οποίος θα ακούσει και θα καταλάβει το πρόβλημα του πελάτη του, στον βαθμό που και αυτός θα είναι πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί του, ώστε να δώσουν από κοινού την πλέον πρόσφορη λύση για όλους.
Σε αυτήν τη λύση οφείλουν να ενταχθούν και όλες οι λοιπές ληξιπρόθεσμες οφειλές, αφού ούτως ή άλλως, η τσέπη είναι μία.
Όπως μας υπενθύμισε μια ψυχή εκ Γερμανίας χθες, επιτυχημένος μπορεί να θεωρείται ένας συμβιβασμός όταν αμφότεροι οι εμπλεκόμενοι αποχωρήσουν από το τραπέζι εξίσου απογοητευμένοι.
Συμβιβασμός με τους πάντες ικανοποιημένους, εξάλλου, συνιστά αντίφαση σε όρους.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που χρειάζεται είναι, πρώτον, να ξαναδεί το κράτος την αιτία για την οποία αυξάνονται αλματωδώς οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, και άρα να περιορίσει τα πρόστιμα και τις προσαυξήσει που συνοδεύουν τις βεβαιωμένες οφειλές και, δεύτερον, να προχωρήσει στον αναγκαίο περιορισμό των δαπανών του, ώστε να μπορέσει να μειώσει και τους φορολογικούς συντελεστές.
Αντίστοιχα, οφείλει να βάλει στην κουβέντα όχι μόνον τη σημαντική αύξηση των δόσεων, που ούτως ή άλλως ήδη συζητά με την τρόικα, αλλά ένα σχήμα με τη μορφή παροχής κινήτρου για την αποπληρωμή αυτών των οφειλών.
Οι τραπεζίτες έχουν ήδη θέσει στο τραπέζι της συζήτησης τη μείωση της συνολικής υποχρέωσης προς συνεργάσιμους δανειολήπτες, σε εύρος δεκαετίας, ενώ αντίστοιχες λύσεις που θα περιορίζουν τη συνολική υποχρέωση είναι βέβαιον ότι μπορούν να βρεθούν μεταξύ ευφυών ανθρώπων...
Διότι μόνον πραγματικά ευφυείς και διορατικοί άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν τη βιώσιμη λύση στον γόρδιο δεσμό που συνιστούν σήμερα τα ληξιπρόθεσμα κάθε είδους...
Όσο πιο γρήγορα, δε, κοπεί ή λυθεί αυτός ο δεσμός, τόσο ταχύτερα θα απεγκλωβιστούν κεφάλαια και θα ανοίξει και πάλι η χρηματοδοτική κάνουλα προς την οικονομία και προς την τσέπη του καθενός...
Υπάρχει λοιπόν κανείς ευφυής τραπεζίτης ή πολιτικός για να κόψει αυτόν τον γόρδιο δεσμό και να κάνει το χρήμα να ρεύσει και πάλι;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.