Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στη μια πλευρά της ζυγαριάς βρίσκεται η αύξηση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 13 ποσοστιαίες μονάδες ή 25 δισ. ευρώ μέσα σε μία δεκαετία και στην άλλη ό,τι μας έφερε στη σημερινή μας κατάντια.
Το πού θα γύρει αυτή η ζυγαριά εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς και από τους ανθρώπους που θα επιλέξουμε να βάλουμε σε θέσεις ευθύνης.
Μετά από σχεδόν επτά χρόνια ύφεση και μνημόνια θα πίστευε κανείς ότι η προθυμία αυτής της χώρας να αλλάξει θα ήταν μεγάλη.
Ωστόσο, το κύριο βάρος του μεταρρυθμιστικού έργου των κυβερνήσεων της περιόδου αυτής και βεβαίως της μνημονιακής αφορούσε τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Μια προσαρμογή η οποία βασίστηκε στην υπερφορολόγηση, στις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και στη δραματική μείωση των δημοσίων επενδύσεων.
Το υπόλοιπο μεταρρυθμιστικό έργο ή ήταν περιορισμένου βεληνεκούς ή παρέμεινε ημιτελές…
Τα καρτέλ και οι συντεχνίες παρέμειναν ισχυρές, οι αγορές και τα επαγγέλματα ψευτοάνοιξαν ή δεν άνοιξαν καθόλου και τα τελικά κόστη, είτε παραγωγής, είτε κατανάλωσης, διατηρήθηκαν υψηλά και για αυτό εξάλλου καθυστέρησε τόσο η χώρα να εισέλθει σε περίοδο αποπληθωρισμού, παρά τη γενικευμένη εσωτερική υποτίμηση.
Σε πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για τη χώρα μας, που αποτυπώθηκε από τη συνάδελφο Έλενα Λάσκαρη στο θέμα της με τίτλο «Kομισιόν: 25 δισ. θα κερδίσει η Ελλάδα από μεταρρυθμίσεις», ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί περιγράφεται με κάθε σαφήνεια.
Αν κάνετε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -που ποτέ δεν κάνατε- το μέλλον διαγράφεται λαμπρό. Αν όχι…
Το κατά πόσον οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι κυριότερες των οποίων εντοπίζονται στην αγορά προϊόντων και στο κόστος εισόδου στην αγορά, θα υλοποιηθούν δεν εξαρτάται μόνον από όσους κρατούν τα ηνία της εξουσίας σε μια χώρα. Κυριότερα, εξαρτάται από όσους τους τοποθετήσουν στη θέση αυτή.
Αφορά στο κατά πόσον η ανάγκη προώθησης αυτών των διαρθρωτικών αλλαγών έχει εμπεδωθεί από τους πολίτες, από όλους εμάς και κατά πόσον η κοινωνία μας, ή εν τέλει σημαντικό τμήμα της, είναι προετοιμασμένη να υποστηρίξει μια τέτοια προσπάθεια…
Θέλουμε να λειτουργούμε σε μια ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά, στην οποία η φοροδιαφυγή θα αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα και το κράτος δεν θα ξεζουμίζει την τελευταία σταγόνα ιδρώτα μας για να εισπράττει τους φόρους του;
Θέλουμε η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης να είναι εφάμιλλη εκείνης των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών;
Θέλουμε πραγματική εξυπηρέτηση από το κράτος, χαμηλό ενεργειακό κόστος, εύκολη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, επιμόρφωση εργαζομένων και ένα αρτιότερο ασφαλιστικό σύστημα;
Αν τα θέλουμε όλα αυτά κι αν πραγματικά επιθυμούμε να απαλλαγούμε από το πελατειακό, αναποτελεσματικό και αδηφάγο κράτος που μας έφερε έως εδώ θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι έφτασε ο καιρός να αλλάξουμε.
Η συζήτηση δεν είναι ούτε θεωρητική, ούτε περί «διαγραμμάτων».
Είναι πραγματική, ουσιαστική και αφορά εμάς.
Είναι αδιανόητο μετά από τόσα χρόνια σε κρίση το κράτος να μην μπορεί να κάνει τη δουλειά που οφείλει να κάνει, δηλαδή να επιβλέπει την εφαρμογή των νόμων και των κανόνων της υποτιθέμενα συντεταγμένης κοινωνίας μας και από την άλλη να παριστάνει τον παραγωγό ενέργειας, τον πάροχο συγκοινωνιακών υπηρεσιών ή τον εργοδότη κάθε λογής.
Οι δομικές μεταρρυθμίσεις ουδέποτε πραγματικά προωθήθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως υπό τον φόβο του λεγόμενου πολιτικού κόστους.
Για πόσο θα μας κρατά, όμως, αυτό το κόστος στη σημερινή μας κατάντια;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.