Η δημόσια θέση του προέδρου της Γαλλίας ότι «δεν πρέπει να αποκλείεται» το ενδεχόμενο εμπλοκής ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία διαψεύστηκε μεν από πολλούς άλλους ηγέτες, αλλά έφερε στη δημοσιότητα υπαρκτές συζητήσεις, επαληθεύοντας όσα είχε αποκαλύψει νωρίτερα, με περιορισμένο αντίκτυπο, ο αμφιλεγόμενος πρωθυπουργός της Σλοβακίας.
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και επικίνδυνο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε πρώτος να ξεκαθαρίσει ότι η θέση της Ελλάδας, όπως και πολλών άλλων κρατών, είναι εντελώς αντίθετη, παρότι η χώρα μας εδώ και πολύ καιρό στηρίζει πλήρως τις επιλογές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Το παρασκήνιο που αποκαλύφθηκε αυτό το διήμερο φέρνει στην επιφάνεια με δριμύ τρόπο μια δυσάρεστη διαπίστωση, αλλά και τα δύο διαφορετικά στρατόπεδα που κυοφορούνται στην Ευρώπη, εξαιτίας αυτής της διαπίστωσης.
Καθώς η Ρωσία συνεχίζει να προελαύνει αργά αλλά συστηματικά στην Ανατολική Ουκρανία, υποβοηθούμενη και από τη διακοπή στην αμερικανική βοήθεια, οι περισσότεροι ειδικοί στη Δύση αντιλαμβάνονται πλέον τη σκληρή πραγματικότητα. Σε έναν βιομηχανικό πόλεμο φθοράς, δεν αρκούν τα χρήματα, ούτε τα όπλα. Απαιτείται έμψυχο δυναμικό για να αναπληρώνονται οι απώλειες. Κι όλα δείχνουν ότι το σοβαρό πρόβλημα που ήδη έχει η Ουκρανία, διαθέτοντας περίπου το 1/5 του πληθυσμού της Ρωσίας, θα οξυνθεί περισσότερο.
Κατά συνέπεια, όσοι εκτιμούν ότι μια μερική έστω ήττα στην Ουκρανία μπορεί να έχει «υπαρξιακά» αποτελέσματα για την ασφάλεια και τα συμφέροντά τους, όσοι θέλουν απεγνωσμένα μια καθαρή ήττα της Ρωσίας, κυρίως ορισμένες χώρες της Βορειοανατολικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και διάφοροι προβεβλημένοι «ρωσοφάγοι» στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, εμφανίζονται διατεθειμένοι να τα παίξουν «όλα για όλα», τεστάροντας κάθε κόκκινη γραμμή της Ρωσίας.
Η βασική ιδέα που συζητείται, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, αφορά την αποστολή στρατευμάτων, όχι για λογαριασμό του ΝΑΤΟ βεβαίως (αυτό θα ισοδυναμούσε με την κήρυξη του 3ου Παγκόσμιου Πολέμου), αλλά με βάση «διμερείς συμφωνίες» με την Ουκρανία.
Πίσω όμως από αυτή την τακτική των διμερών συμφωνιών, ακόμη κι αν δεν ισχύσει άμεσα η χθεσινή θέση της Ρωσίας, κρύβεται ένα εξαιρετικά επικίνδυνο ερώτημα: Τι θα γίνει εάν η Ρωσία επιλέξει να χτυπήσει στρατιωτικά κάποια από αυτές τις χώρες, που δεν θα πάψουν βεβαίως να αποτελούν μέλη του ΝΑΤΟ; Αν ενεργοποιηθεί το άρθρο 5, θα εμπλακούμε σε έναν ανοικτό διεθνή πόλεμο στο έδαφος της Ευρώπης, στην πλέον ριψοκίνδυνη αντιπαράθεση κρατών με πυρηνικά όπλα, από καταβολής αυτών των όπλων. Αν πάλι δεν ενεργοποιηθεί το άρθρο 5, τι θα σημαίνει αυτό για το ίδιο το ΝΑΤΟ;
Το συμπέρασμα λοιπόν από τις χθεσινές εξελίξεις δεν μπορεί παρά να είναι ένα: Αντιμέτωπη με το διαφαινόμενο αδιέξοδο στην Ουκρανία, η Δύση -και ειδικότερα η Ευρώπη- κινδυνεύει να παρασυρθεί από τα πιο «σκληροπυρηνικά» μέλη της, σε μια διαδικασία κλιμάκωσης, η οποία αν δεν ελεγχθεί εγκαίρως, ενδέχεται να επιφέρει καταστρεπτικά αποτελέσματα. Είτε γενικευμένο πόλεμο είτε μια ήττα γοήτρου κολοσσιαίων διαστάσεων.
Οι χθεσινές θέσεις των περισσότερων Ευρωπαίων ηγετών δεν αποτελούν λόγο εφησυχασμού. Οι διμερείς συμφωνίες δεν απαιτούν εγκρίσεις τρίτων, παρότι σε θέματα ασφάλειας τα πράγματα είναι πάντα πιο περίπλοκα και τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται ερήμην των ισχυρών συμμάχων. Ακόμη και η διαβεβαίωση χθες των ΗΠΑ, ότι δεν προτίθενται να στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία, έχει μια περίεργη έλλειψη. Παρά τη σοβαρότητα του θέματος, δεν συνοδεύτηκε από οποιοδήποτε σχόλιο για τις προθέσεις άλλων χωρών.
Το παιχνίδι στην Ουκρανία έχει χοντρύνει, κι όχι μόνο για τις παραμεθόριες χώρες της Ρωσίας. Διότι όσο κλιμακώνεται η «επένδυση» της Δύσης στη νίκη της, τόσο θα μεγαλώνουν οι συνέπειες από μια ήττα. Και μαζί τους, η πολιτική παρόρμηση για μια ακόμη ριψοκίνδυνη «ρελάνς».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.