Οι ψηφοφόροι που κινούνται έξω από τα όρια των νεοφιλελεύθερων ακροτήτων και εκτός της γραφειοκρατίας που εισάγει η Αριστερά, γοητεύουν κόμματα και κυβερνήσεις.
Παρά την κατά περιόδους στροφή πολλών πολιτών της Ευρώπης προς την Άκρα Δεξιά, η πλειοψηφία τους κόσμου κινείται στο πλαίσιο μιας ήπιας μορφής οικονομικής πολιτικής, που ξεφεύγει από τις ακρότητες των διαφόρων θεωρητικών αναλύσεων.
Η Άκρα Δεξιά προσελκύει ψήφους πατώντας στο μεταναστευτικό-προσφυγικό και στις υπερβολικές εκφάνσεις της οικονομικής πολιτικής λιτότητας, όπως αυτή κτίζεται στις Βρυξέλλες με πρωτεργάτες τους Γερμανούς και τους συνοδοιπόρους τους στην ΕΕ.
Από την άλλη, η Κεντροαριστερά ψάχνει συχνά να βρει νέους δρόμους προς τα δεξιότερα, ενώ η παραδοσιακή Δεξιά προσπαθεί να προτάξει ένα άλλο πρόσωπο βάζοντας νερό στο κρασί των νεοφιλελεύθερων απόψεων της εποχής των Ρέιγκαν-Θάτσερ.
Αλλά η προσπάθεια μίμησης δεξιών πολιτικών δεν φαίνεται να είναι μια επιτυχημένη στρατηγική για την Αριστερά στην Ευρώπη. Ο κόσμος δείχνει ότι προτιμά το πρωτότυπο, που εφαρμόζεται από τους γνώστες των συντηρητικών πολιτικών παρά ένα αντίγραφό του που συχνά επιδιώκεται να υιοθετηθεί από την Αριστερά.
Η λιτότητα, όπως αυτή διαπερνά τις οικονομικές πολιτικές των κρατών-μελών της ΕΕ που κινούνται στις ράγες που χαράχτηκαν από το 1993 στο όνομα του ευρώ, οδηγεί σε απώλεια ψήφων, κυρίως από τα κεντροαριστερά κόμματα που ασπάζονται τη δημοσιονομική ορθοδοξία. Αυτή δίνεται ιδίως με την περικοπή των φόρων, τον περιορισμό των δαπανών και του δημόσιου χρέους.
Η εν λόγω τάση ενισχύεται από τον δαίδαλο που προκαλεί το πολυσύνθετο μεταναστευτικό-προσφυγικό κύμα και από τις παλινωδίες της Αριστεράς που συνδυάζονται με την υποκρισία της Δεξιάς.
Ως προς το σκέλος της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, που εκνευρίζει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων, εδώ σημειώνονται τα εξής. Οι «ράγες» για τα δημόσια ελλείμματα και χρέος, που έθεσε αρχικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993) και κατόπιν το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» (1997), το «πακέτο των 6 μέτρων» (2011), «το πακέτο των 2 μέτρων» (2013) και τέλος το γερμανικής έμπνευσης ανεφάρμοστο πλέον «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» (2019), δίνουν σχετικά περιορισμένα περιθώρια στις πολιτικές της Αριστεράς.
Υπενθυμίζεται ότι η «καινοτομία» του «Δημοσιονομικού Συμφώνου» σκιαγραφείται από το μηδενικό έλλειμμα του Ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης, αντί του ελλείμματος του 3% ως ποσοστού του ΑΕΠ που προβλεπόταν από το 1993.
Η ασφυκτική δημοσιονομική πολιτική που προτάθηκε το 1993 και 1997 πήγε να αλλάξει προς χαλαρότερες επιλογές το 2005 με την αναθεώρηση του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», εξέλιξη που αμφισβητήθηκε από το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο».
Η πολιτική που οικοδομείται από το 1993 και μετά, οδηγεί σε ένα βασικό συμπέρασμα: Η μάχη της Αριστεράς για ισχυρό κράτος πρόνοιας, για ανάπτυξη και πραγματικές επενδύσεις έχοντας ως ατμομηχανή τις εκλογικευμένες δημόσιες δαπάνες, οφείλει αρχικά να δοθεί στην ΕΕ. Αφού υπερκεραστούν εκεί τα όποια εμπόδια, τότε μόνο θα λυθούν τα χέρια της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Στην Ελλάδα υπάρχουν όμως αρκετά περιθώρια εκδίπλωσης μιας αριστερής πολιτικής μέσα από τις ακόλουθες τρεις συνιστώσες, που δεν συναντώνται αλλού στην ΕΕ. Τέτοιες είναι –πλην της φοροδιαφυγής– ο περιορισμός της αλόγιστης και απερίγραπτης σπατάλης των δημοσίων πόρων, η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της διαφθοράς. Η τελευταία, στοιχίζει σύμφωνα με μια παλαιότερη μελέτη της Διεθνούς Διαφάνειας 14 δισ. ευρώ ετησίως στη χώρα.
Στη χώρα μας πρόσθετα, κύριος περιορισμός μη ανάπτυξης της Αριστεράς είναι ένας και μοναδικός: Η ξύλινη γλώσσα, που χρησιμοποιείται από τις αρχηγικά στελέχη των κομμάτων της, δυσνόητη αν όχι ακατανόητη στους ψηφοφόρους. Επίσης, τα διάφορα μανιφέστα-προγράμματα, χωρίς καινοτόμες λύσεις, δεν προκαλούν την περιέργεια, το ενδιαφέρον και τελικά δεν πείθουν τους πολίτες, καθώς κινούνται σε ένα νέφος φοβίας αναποτελεσματικών, μη ριζοσπαστικών μέτρων και αλλαγών.
Τέλος, η λατρεία μιας μίζερης, μη οραματικής αναπτυξιακής πολιτικής, ανύπαρκτης, στη βιομηχανία, όπως ακόμη και στον τουρισμό είναι χαρακτηριστικό των συντηρητικών κομμάτων της Ελλάδας. Από το σύνδρομο αυτό της μιζέριας δεν έχει απαλλαγεί ακόμη και η Αριστερά.
Ως προς το δεύτερο ντοσιέ, το μεταναστατευτικό, η χώρα μας βιώνει μια κατάσταση χωρίς στρατηγική, η οποία κατά πολλούς, συντηρητικούς και αριστερούς, θεωρεί ατυχώς τους μετανάστες ως υποκατάστατο της υπογεννητικότητας. Το μεταναστευτικό εξελίσσεται σε ένα νέφος σύγχυσης, αγνοώντας βασικές συνιστώσες που συνδέονται είτε με την έξοδο των Ελλήνων (και όχι μόνο των επιστημόνων) προς άλλες χώρες, είτε με τις επιλογές των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης περί ανοικτών συνόρων, είτε με τις γεωπολιτικές συνιστώσες του προβλήματος.
Τα ανοικτά σύνορα, που ευνοούν την άφθονη φθηνή εργασία των μεταναστών πιέζουν προς τα κάτω ή εμποδίζουν την άνοδο των μισθών στις χώρες υποδοχής ευνοώντας τα κέρδη. Η μεταβλητή αυτή συνήθως υποβαθμίζεται ή αγνοείται από τους υποστηρικτές των ανοικτών συνόρων, (συνήθως κάποιων ανορθόδοξων-ριζοσπαστών), πλην όσων συνειδητά λειτουργούν υπέρ της ενίσχυσης των κερδών (συνήθως των συντηρητικών- νεοφιλελεύθερων).
Ακόμη, η εργαλειοποίηση του ζητήματος από διάφορες συντηρητικές κυβερνήσεις, συμπληρώσουν το πάζλ της πολυπλοκότητας. Αυτό επιζητεί απλές λύσεις, που φυσικά κινούνται στο πλαίσιο των αρχών του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης.
Οι εν λόγω αρχές ως απαράβατοι όροι μιας αριστερής πολιτικής, δεν πρέπει να συγχέονται, όμως, με τα ανωτέρω (μετανάστευση-παγκοσμιοποίηση και γεωπολιτικές συνιστώσες), που είναι ίσως τα δυο πιο λεπτά και δυσδιάκριτα στοιχεία του προβλήματος.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, π. Αν. Υπουργός Οικονομικών και Υφ/γός Εξωτερικών.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.