Αν και ο γράφων δεν είναι ειδικός σε θέματα άσκησης εξωτερικής πολιτικής, εν τούτοις από πολύχρονη δημοσιογραφική εμπειρία γνωρίζει ότι η ενεργός διπλωματία προϋποθέτει μεταξύ άλλων, προετοιμασία, δεξιότητες και ικανότητες.
Ασφαλώς, δε είναι απαραίτητο και ένα λειτουργικό πλαίσιο, στο οποίο ενισχυτικό ρόλο παίζει και το ταλέντο εκείνου που κινείται σε αυτό. Η εμπειρία και τα συναφή με αυτήν γεγονότα όμως, αποδεικνύουν ότι κρίσιμες συγκυρίες και τυχαία γεγονότα, δύνανται να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και προωθητικά σε σχέση με τα αποτελέσματα που μπορούν να επιφέρουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Και από την άποψη αυτή, τον τελευταίο καιρό, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, γράφονται και προβάλλονται, δεν νομίζουμε ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι τόσο πετυχημένη και αποτελεσματική όσο κάποιοι πιστεύουν.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, η εποχή του «επιτήδειου ουδέτερου» έχει παρέλθει και η τακτική του ανατολιτικού παζαριού κάθε άλλο παρά ενισχύει την εικόνα της χώρας που την εφαρμόζει.
Η προκλητική στάση της Τουρκίας και του προέδρου της απέναντι στα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας και τα δύο υποψήφια για ένταξη κράτη, από μόνη της δημιουργεί ερωτηματικά και οι εκβιασμοί δεν θα μείνουν χωρίς συνέπειες.
Αντιθέτως, την ίδια στιγμή, η ιστορική επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, πραγματοποιήθηκε σε μια ιδιαίτερη κρίσιμη συγκυρία, η οποία δεν εξαντλείται στη ρωσική εισβολή την Ουκρανία. Κατά την εκτίμηση κορυφαίων διεθνών αναλυτών, προοιωνίζει τόσο δομικές αλλαγές στην παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφάλειας όσο και την αναδιάταξη των συνόρων ανάμεσα στον φιλελεύθερο δημοκρατικό κόσμο που εγγυάται τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και τα αυταρχικά καθεστώτα που εφαρμόζουν αναθεωρητικές πολιτικές.
Οι απολογητές της «διεθνούς του αυταρχισμού», ας έχουν υπόψη τους ότι η διεθνής ειρήνη δεν κινδυνεύει από εικαζόμενες νεφελώδεις προθέσεις, των οποίων Ουκρανών, Εσθονών και άλλων, αλλά από συγκεκριμένες εισβολές, βαρβαρότητες και προκλήσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πρόσφατη ελληνική παρουσία στην αμερικανική πρωτεύουσα, δίνει μια μεγάλη ευκαιρία στην Αθήνα να κεφαλαιοποιήσει τη συνεπή και αταλάντευτη δέσμευσή της στην Ατλαντική Συμμαχία και φυσικά την υπογραφή της πενταετούς Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας.
Επομένως, η προκλητικότητα και ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας θα πρέπει να είναι μια παρεμπίπτουσα αναφορά που θα αντιδιαστέλλεται στον κρίσιμο γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας τόσο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επιπλέον, όπως εύστοχα επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνώς Δικαίου κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, η Αλεξανδρούπολη, δεν είναι μόνο κρίσιμος κόμβος για την αποθήκευση και επαναεριοποίηση του φυσικού αερίου με προστιθέμενη αξία για τα υπόλοιπα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, αλλά και πύλη εισόδου για τα νατοϊκά και φυσικά τα αμερικανικά στρατεύματα με προορισμό τα ακραία σύνορα του NATO.
Με άλλα λόγια, η συγκυρία για την Αθήνα είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή ως «δεδομένος σύμμαχος», την στιγμή που η Άγκυρα φαίνεται πως πέφτει σε πολιτικές αστοχίες και διολισθαίνει στο γνωστό ανατολίτικο παζάρι που συνεπάγεται ελλείμματα αξιοπιστίας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ομιλία του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, με την ευκαιρία των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια εξαιρετική και σπάνια ευκαιρία για να επισημανθεί ενώπιον των δύο νομοθετικών σωμάτων των ΗΠΑ, όχι μόνο ο πολιτικός και πολιτισμικός δεσμός των δύο κρατών, αλλά κυρίως η θετική ατζέντα πάνω στην οποία μπορεί να δραστηριοποιηθεί το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ, ώστε βραχυπρόθεσμα να επιδιωχθούν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, και φυσικά στη συνεργασία σε επίπεδο τεχνολογιών αιχμής και στρατιωτικής στήριξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης αυτονόητο ότι ο Πρωθυπουργός κέρδισε το ακροατήριό του, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους Αντιπροσώπους και Γερουσιαστές, και ανέγραψε μια πολιτική υποθήκη για τη μελλοντική απήχηση των ελληνικών θέσεων στο Καπιτώλιο.
«....Περαιτέρω», επισημαίνει ο κ. Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, «...επειδή οι εντυπώσεις στην πολιτική έχουν ημερομηνία λήξης, ο απολογισμός της επίσκεψης θα ήταν δίκαιο να γίνει σε βάθος χρόνου. Αυτό συμβαίνει, επειδή απαιτείται χρόνος, έστω κι αν αυτός είναι πολιτικά πυκνός, προκειμένου να εντοπίσουμε χειροπιαστά και μετρήσιμα αποτελέσματα που θα οφείλονται στην επίσκεψη του Ελληνα Πρωθυπουργού. Υπό αυτή την έννοια, είναι σημαντικό να μετασχηματιστεί η Ελλάδα σε έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό και για τα αμερικανικά κεφάλαια...».
Όπως έχει επισημάνει στο παρελθόν ο έγκριτος νομικός κ. Γ.Κ. Στεφανάκης, όσο πιο πολλές ξένες επενδύσεις γίνονται στη χώρα, ιδιαίτερα σε ακίνητα σε νησιά από αμερικανικά κεφάλαια για παράδειγμα, τόσο θα μειώνονται για κάποιους οι ορέξεις τους να «βάλουν χέρι» στην εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας.
Και από την άποψη αυτή, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι προφανώς ο πόλεμος στην Ουκρανία αφύπνισε τις ΗΠΑ αναφορικά με την αναζήτηση ασφαλών επενδυτικών προορισμών, ειδικά στο ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας. Συνεπώς, εκτός από τις επενδύσεις γενικά, εύλογα θα περιμένουμε μεγαλύτερη δέσμευση των ΗΠΑ στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Σε συνδυασμό δε με τη γνωστή ελληνο-γαλλική αμυντική συμφωνία, είναι προφανές ότι για τη σημερινή Ελλάδα, ανοίγοντας προοπτικές πρόσβασης σε τεχνολογίες αιχμής, οι οποίες θα επιτρέψουν στη χώρα να ανταποκριθεί με επιτυχία και κοινωνική αποτελεσματικότητα σε σοβαρές προκλήσεις διαρθρωτικού μετασχηματισμού.
Τέλος, οι προοπτικές συμπαραγωγής σε αμυντικά / στρατιωτικά προγράμματα είναι ένα διαρκές ζητούμενο για την Ελλάδα. Είτε πρόκειται για τα F-35 είτε για οποιοδήποτε άλλο τεχνολογικά προηγμένο οπλικό σύστημα, η Ελλάδα χρειάζεται την πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής προκειμένου να καλύψει τον χρόνο και τα κενά που προκάλεσε η υπερδεκαετής οικονομική δυσπραγία.
Μπορεί λοιπόν η περίοδος που διανύουμε να είναι συννεφιασμένη, πλην όμως οι αντιδράσεις των γειτόνων μας δείχνουν ότι στον ορίζοντα για την Ελλάδα υπάρχουν και καλές ημέρες.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.