Η κρίση αξιών οδήγησε σε κρίση εμπιστοσύνης και σε οικονομική κρίση διαρκείας. Δοκιμάστηκαν οι αντοχές, η πίστη μας στο κοινωνικό μοντέλο και στην στοχοθέτηση-ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Η ανάπτυξη με έλλειψη μέτρου και ανθρώπινου προσήμου αμφισβητήθηκε.
Δεν ηττήθηκε όμως η παγκοσμιοποίηση. Η διακρατική διασύνδεση κεφαλαίων/συμφερόντων-παραγωγής κρίνεται πλέον σε νέα βάση. Η υγειονομική κρίση ταράζει τις ισορροπίες. Καταδεικνύει ότι εκτός από ευάλωτοι, γινόμαστε άπληστοι, εγωιστές και αναποτελεσματικοί στη συνεργασία. Μια ακόμα κρίση λοιπόν, ανθρωπιστική αυτή τη φορά, αποτελεί νέα αιχμή του δόρατος στον ανταγωνισμό των οικονομικών υπερδυνάμεων, Δύσης και Ανατολής.
Η (προσωρινή;) κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων, η διαφαινόμενη μετατόπιση από την οικονομία του πετρελαίου σε αυτή των ΑΠΕ και του υδρογόνου, η μετακίνηση του επίκεντρου της παγκόσμιας παραγωγής στην Ανατολή συνοδευόμενη από την υπερχρέωση των δυτικών οικονομιών, δημιουργούν τεκτονικές μετατοπίσεις του συστήματος που γνωρίζουμε ως παγκόσμιο καπιταλισμό.
Στις οικονομικές και παραγωγικές καυτές πατάτες έρχεται να προστεθεί η γήρανση του δυτικού πληθυσμού και ο θρησκευτικός ανταγωνισμός. Αυτός, σε συνδυασμό με τις βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών -ως απόρροια πολεμικών συρράξεων- και την κλιματική αλλαγή, εντείνει τις πιέσεις στη Γηραιά Ήπειρο και θέτει νέες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή συνοχή. Η αλλαγή πορείας των ΗΠΑ με επιστροφή στα παγκόσμια φόρα προς επανάκτηση της διεθνούς συνεργασίας προσφέρει μια ανάσα ανακούφισης.
Στην Ελλάδα, συνεχίζουμε να πορευόμαστε χωρίς πυξίδα και μακρόπνοη στρατηγική. Ενώ για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία είδαμε να επιστρέφει η εμπιστοσύνη μας σε κράτος, κυβέρνηση και θεσμούς, μετά την επιτυχή πρώτη ανάκρουση της πανδημίας, ακολούθησε η αμφισβήτηση (στη δεύτερη επέλασή της).
Ευτυχώς, αναγνωρίζεται καθολικά η σημασία ανθρωποκεντρικών συστημάτων όπως το ΕΣΥ. Ωστόσο, ενώ η Παιδεία, όπως και το ΕΣΥ, πρέπει να διαφυλάσσεται και να υποστηρίζεται, διαρκώς «εργαλειοποιείται». Ο διαγκωνισμός πολιτικών δυνάμεων για διαρκή αναμόρφωση υπάρχοντων συστημάτων χωρίς στρατηγικό πλαίσιο βελτίωσης, με κριτήρια σαφώς ιδεοληπτικά-πελατειακά, επ’ ουδενί δεν αποτελεί σήμερα κατάλληλη προσέγγιση-λύση. Είναι μια ακόμα αποτυχημένη πρακτική. Σε συνδυασμό με την έλλειψη πόρων και τη μείωση των δανεικών, η ποιότητα ζωής μας θα συνεχίσει να υποβαθμίζεται.
Απαιτείται αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου
Για την αντιστροφή της πορείας επιβάλλεται αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο, σε συνήθειες-νοοτροπία και στρατηγική.
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας σκιαγραφείται στα διαχρονικά υψηλά ποσοστά ανεργίας. Μετά τη Μεταπολίτευση, οι Έλληνες σταθερά επενδύσαμε στην Παιδεία, καθιστώντας τις δαπάνες για εκπαίδευση σχεδόν ανελαστικές, όπως και αυτές των φαρμάκων. Σε πρόσφατη μελέτη μου καταγράφηκε το οικονομικό αποτύπωμα της φυγής των ταλέντων («brain drain») και της μετανάστευσης. Αυτό ανέρχεται σε 25,9 δισ. ευρώ μεταξύ 2008-2016. Παρά την άρτια εκπαίδευση επιστημόνων (ιατρών, μηχανικών, δικηγόρων, οικονομολόγων κ.α.), δεν καταφέρνουμε να τους κρατήσουμε εδώ. Διότι ενώ επενδύσαμε στη γνώση και γαλουχήσαμε επαγγελματίες με δεξιότητες, προτιμήσαμε χαμηλού ρίσκου εσωστρεφείς επενδύσεις, με θέσεις εργασίας χαμηλής προστιθέμενης αξίας, δεν διεκδικήσαμε μερίδιο στον ανταγωνιστικό διεθνή επιμερισμό πλούτου.
Η ανακοπή της φυγής των επιστημόνων και η ένταξή τους στον παραγωγικό ιστό υπολογίζεται ότι θα συνεισφέρει στο ΑΕΠ 2-4 δισ. ευρώ ανά 100.000 επιστήμονες. Εξ αυτών, 0,9 δισ. ευρώ/έτος αφορούν στην εργασία και ασφάλιση 100.000 επιστημόνων και 1-3 δισ. ευρώ προέρχονται από την παραγωγή υπεραξίας και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Περαιτέρω στόχος πρέπει να είναι και η διεύρυνση της παραγωγής-μεταποίησης προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως αντίστοιχα και των υπηρεσιών υψηλής ζήτησης. Η αύξηση εσόδων από εξαγωγές π.χ. 10% του ΑΕΠ (18,36 δισ. ευρώ) ετησίως ως το 2030, με μια μετριοπαθώς εκτιμώμενη αύξηση κατά 1-2% του ΑΕΠ, δηλ. 1,84-3,68 δισ. ευρώ/έτος, μπορεί να βελτιώσει το σημερινό αρνητικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών.
Η μεταποίηση, η τυποποίηση, ο πολιτισμός και ο τουρισμός, η υγεία, η ναυτιλία, το εμπόριο (κυρίως το ηλεκτρονικό) και οι υπηρεσίες πρόκειται να επηρεαστούν άμεσα από τις καινοτομίες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία προελαύνει με ρυθμούς 100-300 φορές ταχύτερα από τις προηγούμενες.
Ρομποτική, τρισδιάστατη εκτύπωση, «blockchain», υπολογιστικό νέφος, διασυνδεδεμένες συσκευές, «bots» και, κυρίως, η τεχνητή νοημοσύνη (Αrtificial Intelligence) πρόκειται να εκτοπίσουν παραδοσιακούς κλάδους επιστημονικών, εμπορικών και μεταποιητικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων αντίστοιχα.
Αναπτυξιακή προσπάθεια ύψους 100-140 δισ. ευρώ την επόμενη οκταετία
Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτούνται:
- Το κράτος να ψηφιοποιηθεί τάχιστα και να αναλάβει ελεγκτικό ρόλο χωρίς παρεμβατισμούς και προσπάθειες ρύθμισης, που καταλήγουν τελικά σε απορρύθμιση και υστέρηση σε Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα.
- Μεταρρυθμίσεις σε ασφαλιστικό, παιδεία, υγεία και δικονομικό σύστημα, με στόχο να υλοποιηθούν εντός τετραετίας με σύμφωνη γνώμη Κυβέρνησης-Αντιπολίτευσης.
- Το οικονομικό περιβάλλον να σταθεροποιηθεί, οι άμεσες ξένες και εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις να διευκολυνθούν, τα φορολογικά βάρη των επιχειρήσεων να ελαφρυνθούν.
Έτσι, θα υποστηριχθεί μια αναπτυξιακή προσπάθεια ύψους 100-140 δισ. ευρώ στην επόμενη οκταετία. Αυτή θα θέσει τα θεμέλια για την επίτευξη του στόχου και του οράματος, η Ελλάδα το 2030 να εισέλθει στις 20 ανεπτυγμένες χώρες διεθνώς.
Η ανεργία δεν καταπολεμάται με «stage», προσλήψεις αστυνομικών και ελαστική εργασία. Απαιτούνται γενναίες αλλαγές σε Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα, για να σταματήσει ο εκτροχιασμός. Απαιτείται διασύνδεση των Πανεπιστημίων και της «ελληνικής ευφυΐας» με αγορά-βιομηχανία, διεύρυνση της επιρροής της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα και περαιτέρω διείσδυση του ελληνικού Πολιτισμού σε Δύση και Ανατολή. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαιτείται η χάραξη «ερευνητικής πολιτικής», η οποία θα στηρίξει και θα ενισχύσει την ελληνική παραγωγική πολιτική.
Απαιτείται ένας νέος «παραγωγικός πατριωτισμός».
* Ο κ. Σπύρος Παπαευθυμίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Ε.Μ.Π.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.