Η απόφαση των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας να προτείνουν τη συγκρότηση ενός ταμείου ύψους 500 δισ. ευρώ, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό της Κομισιόν και θα χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση επιδοτήσεων, με κριτήριο το πλήγμα που δέχτηκαν από την πανδημία οι χώρες-μέλη, είναι αναμφίβολα ιστορικής σημασίας.
Πρώτον, διότι αποτελεί συναπόφαση των δύο ισχυρότερων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αποτελούν τον περίφημο «γαλλογερμανικό άξονα», ο οποίος παραδοσιακά κινεί τις εξελίξεις στη ΕΕ, προς την κατεύθυνση της χορήγησης επιδοτήσεων -δηλαδή χρημάτων που δεν θα επιστραφούν, αποτελώντας ταυτόχρονα «δημοσιονομική μεταβίβαση», καθώς τα κράτη-μέλη θα «χρηματοδοτήσουν» ανάλογα με το μέγεθός τους (με πρώτη, ασφαλώς, τη Γερμανία) και θα «εισπράξουν» ανάλογα με τις ανάγκες τους, όπως αυτές θα κριθούν από την Κομισιόν. Που σημαίνει ότι οι πιο αδύναμοι θα λάβουν πολύ περισσότερα από όσα θα κληθούν να δώσουν.
Και δεύτερον, διότι ουσιαστικά καθιστούν γεγονός την «αμοιβαιοποίηση χρέους» ή την κοινή έκδοση χρέους, μια προοπτική στην οποία ανέκαθεν αντιτίθεται η Γερμανία, αλλά από… την «πίσω πόρτα». Μέσω της ενίσχυσης του προϋπολογισμού της Κομισιόν, σε πρωτοφανή επίπεδα, κι όχι μέσω της έκδοσης «ευρωομολόγου» ή «κορωνο-ομολόγου».
Πρόκειται ασφαλώς για το πρώτο δείγμα γνήσιας αλληλεγγύης προς τα πιο αδύναμα οικονομικά μέλη της Ένωσης, στο Νότο, με ιδιαίτερη σημασία για τις δύο χώρες που βρίσκονται, με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία, στην πιο δύσκολη θέση. Ανάμεσά τους και η Ελλάδα, που όχι μόνο επιβαρύνεται από το υψηλότερο χρέος, σε σχέση με το ΑΕΠ της, αλλά εκτιμάται ότι θα υποστεί και τις μεγαλύτερες συνέπειες, λόγω της πολύ μεγάλης επίδρασης του τουρισμού και των μεταφορών στη συνολική οικονομική της δραστηριότητα.
Εντούτοις, όσοι διάβασαν προσεκτικά το κείμενο, θα πρόσεξαν ότι η χορήγηση αυτών των επιδοτήσεων πρόκειται να συνοδευτεί και από «προϋποθέσεις», δηλαδή τη «δέσμευση» των κρατών που θα λάβουν τέτοιες επιδοτήσεις σε «ορθές οικονομικές πολιτικές» και «φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις». Πρόκειται για όρους που ασφαλώς σηκώνουν πολλή κουβέντα, ως προς τη σημασία τους και τα «μέτρα» που ενδεχομένως θα απαιτήσουν. Κι από αυτό, το κατά πόσον δηλαδή θα μοιάζουν με… μνημόνια από την πίσω πόρτα, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, η πρακτική αξία αυτής της πρότασης.
Προς το παρόν άλλωστε, τυπικά τουλάχιστον, πρόκειται για μια πρόταση του γαλλογερμανικού άξονα, που για να γίνει πράξη θα πρέπει να την αποδεχτούν τα κράτη-μέλη σε μια Σύνοδο Κορυφής.
Ήδη ο καγκελάριος Κουρτς της Αυστρίας εξέφρασε την αντίθεσή του, λέγοντας ότι η Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία αντιτίθενται στην παροχή επιδοτήσεων, αντί δανείων. Εντούτοις ο εκπρόσωπος Τύπου του πρωθυπουργού της Ολλανδίας περιορίστηκε να δηλώσει ότι «έχει ενημερωθεί» για την πρόταση και ότι αναμένουν την πρόταση που θα υποβάλει η Κομισιόν. Δύσκολα όμως μια κοινή πρόταση του γαλλογερμανικού άξονα δεν θα περάσει εξαιτίας της αντίδρασης ενός μικρού κράτους ή μιας ομάδας μικρών κρατών, ανατρέποντας τον μέχρι σήμερα «κανόνα».
Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν διαπραγματεύσεις και ότι πιθανώς το τελικό αποτέλεσμα, το πρόγραμμα που θα προκύψει, δεν θα περιλαμβάνει συμβιβασμούς.
Εάν δεν αλλοιωθεί δραστικά η φύση του προγράμματος, τότε θα έχουμε μια πρώτη γενναία κίνηση προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής «ένωσης» της Ευρώπης, αλλά και μια ξεκάθαρη πλέον αναγνώριση του κινδύνου διάλυσης που διατρέχει η Ευρωζώνη, εάν δεν υπάρξουν έμπρακτες αποδείξεις αλληλεγγύης.
Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί ίσως σανίδα σωτηρίας για μια Ευρώπη που τα τελευταία χρόνια κλυδωνίζεται, καθώς ολοένα και μεγαλώνει η επίδραση των ευρωσκεπτικιστών, μια Ευρώπη που ειδικά στην περίπτωση των Ιταλών (χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει «Ευρωζώνη» ούτε κατ' όνομα) φάνηκε να χάνει το νόημά της. Δύναται όμως να αποτελέσει και τη σανίδα σωτηρίας που χρειάζεται η χώρα μας, καθώς έχοντας μόλις εξέλθει τραυματισμένη από την προηγούμενη κρίση, εισήλθε στο νέο «φαύλο κύκλο» της πανδημίας με ελάχιστα αμυντικά όπλα και έχει απόλυτη ανάγκη από επιδοτήσεις.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.